hey, you

Μου μοιαζεις και σου μοιαζω, και το ξέρεις καλυτερα απο μενα.
Κοιταζω γυρω μου και βρίσκω πραγματα μικρα που σου μοιαζουν απελπιστικα
κι αλλες φορες πραματα μεγαλα που σου μοιαζουν εξισου.
Πραγματα που σε θυμιζουν, αλλα οχι, δεν θελω να κλαψομουνιασω σημερα, θελω να γραψω κατι με νοημα, ωμο νοημα, αλλα ποιος εχασε το νοημα του για να το βρω εγω;
Θελω να παρεις την εννοια του περιορισμου, να την στησεις στον τοιχο του μικρου σου σπιτιου και να την ξεσκισεις με τις κουβεντες σου. Θα θελα για λιγο, μονο για λιγο, για μια τοση δα στιγμη να με παρεις και να μου πεις τι θελεις κι εσυ. 
Οχι μονο τι θες και τι ζητας, αλλα τι θες να κανω, τι να μην κανω, τι να κανουμε, αν θες να κανουμε. Και ολα αυτα το πιπιλανε το μυαλο μου.
Προσπαθω να με κανω ξεχωριστη εκει που η προσοχη εχει πεθανει προ πολλου, προσπαθω να σε κανω να με προσεξεις κι ας εχεις αλλα πραγματα που ξεχωριζουν η ξεχωρισαν, προσπαθω να ειμαι κατι αλλο για να σ'αρεσω. Για να νιωσω οτι θελεις εστω στο ελαχιστο, αυτο που θελω εγω. Τα θελω μου μεγαλα, τα πρεπει μου χαμενα, η αξιοπρεπεια στο πατωμα να σερνεται κι εγω εκει ρε φιλε. 
Σημερα Παρασκευη και μετραω δυο Παρασκευες μακρια σου, σε ενα περιεργο ημερολογιο που αντι για νουμερα, γραφει το ονομα σου. Να ειδες, ριμαρω και για παρτη σου γιατι σ'αρεσει και το ξερω. Μα και παλι, δε γινομαι ξεχωριστη, η ειμαι αλλα εσυ δεν το βλεπεις.
Αφου δεν μπορω να σου πω τα μπερδεμενα μου ποιηματα, στα γραφω, γιατι οταν γραφω δεν ποναει, γιατι ισως και να μην το μαθεις ποτε, αλλα εγω το γραψα.
Θα θελα να σε ξαναδω. Η φαση κωλοψηνει να σε ξαναδω, για να σου δειξω οτι δεν προλαβα να πω, οτι δεν μου μαθανε να λεω, να σου δειξω ποσο θα θελα να μεινω λιγο παραπανω, λιγο, τοσο δα, μονο και μονο για να καταπραυνω τον πονο που μου προκαλουν οι ιδιες μου οι σκεψεις. Για να μαι λιγο πιο ησυχη τα βραδια.
Τα βραδια μενω μονη μου και αγκαλιαζω τα αρκουδακια μου, γιατι ειναι η μοναδικη στιγμη που ειμαι εγω, που δεν το παιζω σκληρη και που ξερω να αγαπω. Και δε με πειραζει. Γιατι με ξερω και με εμπιστευομαι εκεινες τις στιγμες.
Μονο που σημερα θα θελα να παρω εσενα αγκαλια. Και να σε κοιταξω στα ματια.
Θα θελα να μπορουσα να ζησω μονο και μονο για αυτη τη στιγμη της αλληλοκατανοησης, του αλληλοσεβασμου. 
Ειναι καποιος στο δωματιο, αλλα δεν με ενδιαφερει καθολου. Εχω απομονωθει μοναχη και εχω κανει ενα μακροβουτι στα αδυτα του μυαλου μου, προσπαθωντας να βρω κατι που μου ξεφυγε την προηγουμενη φορα. Στα χερια μου κρατω μαυρα λουλουδια της φαντασιας μου, γιατι μ'αρεσουν αυτα, μ'αρεσει και το μαυρο και θελω να στα χαρισω. 
Τι κι αν μαραθουν ρε φιλε. Ας εχεις κατι απο μενα. Εστω και μαραμενο.
Εγω εχω πολλα δικα σου. Ηταν κατι βραδια ομορφα που καναμε και βολτες, θυμασαι;
Τοτε μπορει να μη το προσεξες η να μη το καταλαβες, αλλα μου δωσες κομματια σου.
Κι εγω τα πηρα και τα κρατω σα φυλαχτο... τι κοινοτυπο.
Τι κοινοτυπη που ειμαι. Και πως σου ζητω να αγαπησεις κατι κοινοτυπο, ενω το ξερω και το ξερεις πως εισαι ξεχωριστος; Οχι μονο για μενα, για ολους.
Ιδιαιτερος. Γουιρντο, πως το λεν στο χωριο σου.
Ισως για αυτο μου'λειψες λιγακι σημερα. Απο χθες βασικα, αλλα σημερα πιο πολυ.
Ενας κατεβατος, βαρετος και κοινοτυπος μονολογος ειναι η κληρονομια μου.
Τι θα λεγες να ερθω να σε δω, και να ξανασυστηθουμε;
Γιατι αλλαξες και αλλαξα και οι αναμνησεις που εχω ειναι ιδιες.
Βλεπεις και μονος σου, δεν κολλαει το πραμα. 
Τι θα'λεγες να μου δινες κατι να χω να θυμαμαι απ'τα παλια;
Τι θα'λεγες να μεινουμε μαζι; Οχι, μη βιαζεσαι να παρεξηγησεις. Οχι σε σπιτι.
Να μεινουμε λιγακι μαζι στο μυαλο μου, να δουμε αν δουλευει η φαση.
Να μιλαμε λιγο παραπανω. Να κανεις κι αυτα τα μικρα πραγματα που με συγκινουν και ψιλοβουρκωνω μολις πεφτει ο ηλιος.
Καποιος με εχει πεισει οτι η στεναχωρια ειναι καλη και δημιουργικη, κι εγω συνεχιζω ετσι. Γιατι ειμαι και πολυ ηλιθια ωρες ωρες. Γιατι τους ακουω. Ακουω τους αλλους και σενα μαζι, αντι να ακουω εμενα. Γιατι την ειδα και πολυ καλη τον τελευταιο καιρο, κι ας γαμηθηκε το πραμα στην πορεια.
Ειμαι μια κλεφτρα, στο λεω να το ξερεις. Κλεβω στιχους μουσικες και ποιηματα απο δω κι απο κει, κι επειτα τα ντυνω με δικα μου ξεκουρδιστα λογια για να παρουν αλλη πνοη. Οχι καλυτερη, ουτε χειροτερη. Απλα διαφορετικη.
Και τις κλεφτρες να τις φοβασαι γιατι μπορουν να σου κλεψουν τα παντα, απο κει που δεν το περιμενεις.
Μερικες φορες κλεβω τοσο απληστα, που ξεχειλιζω και χυνομαι στον δρομο.
Κι αντε να με μαζεψεις μετα.
Ελα και κανε μου παρεα ρε γαμωτο, ελα και κρατα μου συντροφια μαζι με το αλκοολ και τις ιδεες μου. Κι ισως να σου δωσω και μια τζουρα απο το καυτο μου τσιγαρο, γιατι δινω κι απο τα κλεμμενα μου καμια φορα.. αρκει να το ζητησεις.
Αυτος ο μονολογος, η μονη μου κληρονομια.
Το μυαλο μου ειναι αρρωστο κι εχει στερεψει απο ιδεες, αλλα αφου εχω στραγγιστηρι το στραγγιζω, παιζει προβλημα; 
Βαριεμαι. Βαριεμαι πολυ συχνα.
Κι εσυ βαριεσαι, μου το χεις πει. 
Μονο που εγω θα θελα να βαρεθουμε μαζι μια φορα.
Απλα, ομορφα και παιδικα σε μικρα σπιτακια με κερακια κι ερωτα.
Μου λειπεις, ακους; Μου λειπεις μα δεν με ποναει.
Γιατι εχω ακομα αναμνησεις να με ταιζουν το ειναι σου.
Να φοβηθεις μονο οταν τελειωσουν.
Γιατι τοτε παλι, θα γινω μια ψευτορομαντικη κλεφτρα.
Ισως νευριασω πολυ μια μερα, κι ερθω και κλεψω εσενα.
Να μου κρατας παρεα με τη βια γιατι τα χαπια δεν πιανουν πια.
Γιατι τα ερωτευτηκα και με συνηθισαν, οπως πολλα ακομη πραγματα.
Γιατι ετσι ειμαι εγω. Ερωτευομαι καθε δευτερολεπτο.
Σημερα ειμαι ερωτευμενη με το λερωμενο σου μυαλο.
Προσεχε, δε το λεω βρωμικο, γιατι δεν ειναι. Απλα λιγο λερωμενο. 
Και το ξερεις ρε γαμωτο, πως μπορω να καθαρισω τα παντα...
Και μενα και σενα και τα μυαλα μας και τα σπιτια μας και τα παντα.
Δεν λεω τιποτα που δεν εχω ξαναπει, δεν βγαζω τιποτα που να πλησιαζει την εννοια της τεχνης, αλλα για καποιο λογο δεν μπορω να σταματησω να γραφω, δε θελω, γιατι οταν παψω να εκφραζομαι ισως ο ερωτας μου να τελειωσει.
Ισως να μη με θελω ουτε γω. Ισως να μη γουσταρω να με θελω γιατι δεν ειναι ακομα μεσανυχτα και ηδη με βαριεμαι.
Σε σκεφτομαι και το σωμα μου τεντωνεται μπροστα απο μια σαπχια οθονη απο την αμηχανια.
Αν ημουν μαγισσα, θα κουνουσα το ραβδακι μου και θα σε εβαζα μεσα στο αγαπημενο μου βραδινο αρκουδακι. Δε θελω να μιλας. Θελω να μιλαω και να με ακους. Και να συμφωνεις με τα ματια σου. Κι ακομα κι αν θες να φυγεις, να μη μπορεις, γιατι θα σε εχω αγκαλια.
Γιατι θα παρω την ελευθερια σου και θα της γαμησω το νοημα.
Δε θελω να σαι ομηρος μου, μα ουτε και Λευτερος. Θελω να θελω να θελεις να με θελεις.
Μπερδεμα ε; 

Μη νομιζεις οτι τα πουλια που πετανε στον ουρανο, ειναι ελευθερα.
Μην νομιζεις οτι υπαρχει η ελευθερια.
Αν εφτιαχνα πραγματα με τα χερια μου, θα σου φτιαχνα μια ελευθερια που δεν θα περιοριζεται απο κανεναν ουρανο.
Ισως να σου χω φτιαξει μια και την εχω κλεισμενη στο συρταρι μου.
Ισως να στην εδωσα μια νυχτα που περπατουσαμε, αλλα εσυ ειχες να πας καπου και βιαζοσουν.
Ψαξε λιγο στο δρομο. Μπορει να την βρεις.
Αν δεν την τσαλαπατησαν. Αν δεν την κλεψαν οι αλητες φίλοι σου.
Ειμαι μονη και απομυθοποιω τον εαυτο μου μεσα σε τυχαια τετραστιχα.
Ποτε δεν σ'αρεσε η ποιηση, το ξερω.
Αλλα εμενα μου αρεσει.
Ποιηση ειναι τα ματια σου ακομα κι οταν εχεις χαμενο βλεμμα, ειναι οι νυχτες βαμμενες μ'αιμα κι ισως λιγο ψεμα
Ποιηση ειναι τα κεκαλυμμενα λογια σου, ενω ξερω την αληθεια της ψυχης σου
Ποιηση μπορει να ναι το πουλι σου, μα αν δεν το χαιρομαι εγω, αντε γαμησου.
Να τες οι ριμες.
Δωσμου ενα βρωμομπητο κι εγω θα αραξω τις σκεψεις μου πανω του.
Αυτο το κειμενο δε λεει να τελειωσει αλλα πρεπει, αλλα δεν θελω, αλλα το ξερω οτι πρεπει, μαμα δε θελω να μεγαλωσω, θελω να μεινω για παντα μικρη, φοβαμαι να πεθανω μονη μου, φοβαμαι να ζησω και μαζι σου, φτανει Μαριαννα με το κειμενο, φτανει, οχι σου λεω μη μου μιλας, θα γραφω οσο θελω, φτανει ειπα.
Η φωνη μεσα με νικησε
Παω να παρω τσιγ

Περί εμού, περί κενού, περί αυτών ο λόγος

Καλησπέρα μαλάκα.
Ναι, ξύπνησα με νευρα, με έλλειψη καφέ στο ράφι μου, χωρίς τίποτα φαγώσιμο, σε ένα παγωμένο δωματιο. Για αυτό σε λέω μαλάκα. Και καλά κάνω στην τελική. Σήμερα τα πράγματα δεν ειναι εντάξει. Βασικά ποτέ δεν ήταν εντάξει, άρα καλύτερα ας πούμε οτι είναι λιγότερο εντάξει απο τις προηγούμενες μέρες. Για αυτό κι εγώ αυτή τη γαμημένη μέρα δε θα τη ζησω, δε θα πάω πουθενά και δεν θα περιμένω να μιλήσω με κανέναν το βράδυ.
Θα πιω τις ορέξεις σας για καφέ και θα τραφώ με προχθεσινές αναμνήσεις που τις εμπηξα οπως οπως στο ψυγείο του μυαλού. Μη μας χαλάσουν κιόλας.
Ας πάμε λοιπόν παρεούλα σε μια ιστορικη αναδρομη της παιδικής μου ηλικίας.
Απο μικρή πάντα αναζητούσα πολλά περισσότερα πράγματα απο τον μέσο μαθητή δημοτικού. Μερικές φορές ναι, έκανα τους φίλους μου να κλαίνε, γιατι τους τρόμαζα άσχημα. Όταν όλα τα κοριτσάκια ντύνονταν με φουστανάκια για να πάνε βόλτα με τις φίλες τους, εγώ ξεχνούσα να χτενίσω τα μαλλιά μου, φορούσα τα σορτσάκια μου και είχα πάντα μαζί μου ένα τσαντάκι-μπανάνα (αυτο που το φοράμε στη μέση ρε συ), το οποίο ήτο γεμάτο απο κλωστές, πέτρες, ψαλίδια και χιλιαδυό άλλα πράγματα που μου χρησίμευαν στο να στήνω παγίδες κάτω από οτιδήποτε θύμιζε πόρτα.
Και ντάξει, ίσως αναρωτιέσαι που το πάω όλο αυτο. Ακομα και αν δεν αναρωτήθηκες όμως, εγώ τώρα στην έβαλα την ιδέα, έτσι δεν είναι;Δεν το πάω πουθενά. Απλα θυμάμαι το παρελθόν μου ρε μαλάκα, γιατί μου λείπει.
Βλέπεις, όταν φτάνουμε στο σταυροδρόμι της πανάθλιας ζωής μας, είτε θα συνεχίσουμε ευθεία, είτε θα στρίψουμε, είτε θα πάμε πίσω. Κι εγω έτσι που την είχα πάρει την απόφαση να συνεχίσω ευθεία, να μωρέ, πήγα λιγάκι πίσω να πάρω φόρα, γιατί είχε ενα μικρό κενό και δεν μπορούσα να το πηδήξω.
Ε και ρε φίλε τα μπλεξα τα μπούτχια μου και ακόνταψα και τσούπ, έμεινα πίσω. Με πήδηξε το κενό τελικα.
Το κενό είναι άτιμο πράγμα. Κι αν το καλοσκεφτείς, ακόμα και σαν λέξη, ακόμα και σαν νόημα, φαντάζει τόσο άκακο, τόσο αθώο, τόσο μικρό και απλό. Αυτα μας γαμήσανε. Τα μικρά και φαινομενικά αθώα πράγματα. Το κενό δημιουργήθηκε με έναν μόνο σκοπό: να γεμίζει.
Τα κενά διατίθενται δωρεάν σε όποιον θέλει να τα πάρει. Και έτσι όπως έχουμε μάθει με το τζάμπα, το πήραμε, μήπως μας χρειαστεί. Αλλα αν δε μπορέσεις να το γεμίσεις, το πούστικο το κενό σε βασανίζει τα βράδια, και τις μέρες, και τα μεσημέρια και τις ώρες που κοιμόμαστε μη σου πω. Και ψάχνουμε ανθρώπους να γεμίζουμε τα κενά μας, σε πρώτο στάδιο. Εγω δε θέλω αλλους ανθρώπους, γιατί απλά είδαν το κενό μου, πάτησαν μέσα χωρίς να βγάλουν τα παπούτσια τους, το λασπώσανε και φύγανε. Και κείνο έμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο, απλά λασπωμένο. 
Τα λασπωμένα κενά γεμίζουν πιο δύσκολα από τα απλά κενά. Γιατί είναι μισογεμάτα.
Γιατι τα χρησιμοποιημένα κενά κανεις δε τα γουστάρει. Και καλά κάνει στην τελική.
Για αυτο κι εγώ αποφάσισα να γεμίσω το κενό μου με οτιδήποτε άλλο απο ανθρώπινες υπάρξεις.
Το παραφουσκώνω με αλκοόλ μερικές φορές, και μόλις αδειάσει λίγο του φυσάω τον καπνό μου.
Άλλες φορές ξερνάω μέσα του γιατί τυχαίνει. Τυχαίνει να μην είμαι μόνη, και να ναι κάποιος αλλος στο μπάνιο που θα ξερνούσα υπό άλλες συνθήκες. Το δικό μου κενό είναι σαν πάνινη σακούλα ανακύκλωσης, που έχει λιώσει από την χρόνια χρήση.
Είναι μισογεμάτο με μνήμες, με καφεδες, με αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων.
Και κάπου κάπου ανοίγω αυτή τη σακούλα και χάνομαι μέσα της. Στις παιδικές αναμνήσεις μιας αθωώτητας που ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά, στα βράδια που κατέστρεφα το εγώ μου για να χωρέσει το εμεις μας, σε μπαλέτα ατσουμπαλων και χοντρών χορευτριών, σε φάλτσες μελωδιές απο σκεβρωμενες και άσχημες κιθάρες. Εχω μπηξει διάφορα πράγματα στο κενό που μου χαρίσαν.
Για να μη μου φαίνεται άδειο. Για να μην είναι κενό. Ή μάλλον, για να χω για πάρτη μου ένα μισογεμάτο κενό που θα με ξεγελάει αποδεικνυοντας μου πως δεν είμαι μόνη.
Δεν με ενοχλεί που ζώ μέσα στην κοινωνική σαπίλα της εποχης. Δεν με ενοχλεί που ζω σε ένα πνευματικό υπόγειο χωρίς παράθυρα, που αντί για χαλάκι στο σαλόνι, έχει ένα στρώμα εμετού που ξεράστηκε ερήμην μου στα ήδη υγρά πατώματα του. Κι ουτε με ενοχλεί που δεν μου στέλνουν γράμματα στην πόρτα της υπόγας μου. Καταλαβαινω ομως, δεν ειναι ευκολα προσβάσιμη.
Οχι, δεν με ενοχλεί τίποτα από όλα αυτά. Η μοναξιά ίσως με ενοχλούσε, αλλά τώρα πια με συνηθισε, μ'αγάπησε κι έγινε η επίσημη ερωμένη μου. Καπου έπρεπε να την βολέψω κι αυτήνα ρε αδερφέ.
Με ενοχλεί όμως ότι στον μικρόκοσμο που έχω επιλέξει να ζω, δεν ξέρω αν την αγαπώ την μοναξιά, ή αν την μισώ πιότερο απο οτιδήποτε άλλο. Με ενοχλεί που αντί να παίζω εγώ με το μυαλό μου, παίζει αυτό μαζί μου. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η Μοναξιά, η κόρη της Αρρώστιας, κι έχουν βαλθεί να με περιπαίζουν μέχρι να φτάσω στο απροχώρητο, να σηκωθώ μια μέρα και να γαμήσω το κενό μου, το άδειο μου σπίτι, τους κενούς δρόμους και τα κενά γαμημένα σας μυαλά. Αυτά με ενοχλουν αγαπητέ μαλάκα. Αυτά.
Μερικές φορές εύχομαι να είχα κατάθλιψη, μόνο και μόνο για να γευτώ τα ταξίδια των χημειών που θα μου χορηγούσαν.
Κι αλλες φορές εύχομαι να μ'ένοιαζαν τα ρούχα μου πιο πολυ από την ψυχή μου, για να μπορούσα να'μαι χαρούμενη στην άγνοια μου.
Δεν με αγγίζεις κι αυτό με ενοχλεί. Με βρίσκεις καλή για λίγο ρε μαλάκα, αλλά μετά με ξεχνάς και κρατάς τις ασφαλείς αποστάσεις σου για να μη λερωθείς. Κι ας το λάσπωσες το κενό μου κάποτε, δεν θα'θελες να σου κάνω το ίδιο. 
Εγώ όμως θα μείνω. Μέσα απ'την υπόγα μου σου στέλνω χαιρετίσματα.
Υπάρχει κι εδώ κάτω ζωή. Την ακούω και την νιώθω γύρω μου. Κι ας μην την βλέπω.
Τι κι αν τα ρούχα μου είναι σκισμένα και μαύρα και μουντά και βρώμικα.. μόλις ανέβω στην επιφάνεια και σε πετύχω, θα λάμψω περισσότερο κι από το πιο τρελό σου όνειρο.
Αυτά για σήμερα μαλάκα. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και μου'φερε καφέ.
Μουχλιασμένο, μαύρο καφέ. 
Θα βάλω το μπρίκι στην φωτιά που άναψα με προσάναμμα τις ελπιδες σου ρε χαμένε.
Οσο χαμογελάς, εγώ θα ζω παρασιτικά, κολλημένη πάνω σου.
Κι ας μη με βλεπεις.

Ya bolna.

Καθησυχάζω τον μικρό μου εαυτό
λέγοντας μου πως τίποτε δεν τέλειωσε ακόμη.
Ξυπνάω τα πρωινά
ζητώντας μια αγκαλιά
που τάχα δεν την ψάχνω.
Εκεί σε ψάχνω, εκεί 
στην απεραντοσύνη που λούζει τις βαρετές μου Κυριακές.
Ναι εκει. Εκεί που σε φίλησα πρώτη φορά με την φαντασία μου
και τα πόδια μου έτρεμαν απο αμηχανία.

Θα'θελα να είχα ένα πάρκο για την πάρτη μας.
Να τρέχαμε και να ξαπλώναμε στα υγρά γρασίδια.
Να πρασίνιζαν τα άσπρα μου μπλουζάκια
και να βρέχονταν οι φόρμες μας
μα δεκάρα να μη διναμε.
Κι όταν θα'πεφτε η νύχτα
να μου φυσούσες τον καπνό σου στα μουτρα
κι εγω να έπαιρνα βαθιές ανάσες.
Τι ειρωνια, να μου δίνει ζωή ο καπνός
ενω με καταστρέφει.

Μια νύχτα μου χες πει
πως δε θες να ξημερωσει μακριά μου.
Κι εγώ έμεινα γιατί σε πίστεψα.
Φιλούσα με πάθος την ψυχή σου
κι εσυ την δική μου.
Μόνο που ξέχασες να της κόψεις τα νύχια.
Και με μάτωσε καθώς με αγγιζε τις νύχτες
κατω απο παπλώματα
που μύριζαν έρωτα.
Κι όταν μυρίζει έρωτα, ποιος δίνει σημασία στις γρατζουνιές;

Και την ίδια νύχτα, εκεί, στο πάρκο, φύσηξε ένας αέρας
και δεν άφησε τον καπνό σου να φτάσει στο στόμα μου.
Ούτε στα μούτρα μου.
Ούτε πουθενά.

Προσπαθώ να μη με νοιάζει, προσπαθώ να ζω με τον δικό μου καπνό.

Είσαι ένας ιός που μπήκε βίαια στα άδυτα του μυαλού μου
και κούρνιασε εκεί με την γλυκιά μου αρρώστια.
Της έκανε έρωτα τα βράδια με φεγγάρι
κι εκείνη ξεγελάστηκε
και γδύθηκε τελείως.

Ομως μωρό μου, η αρρώστια είναι αρρώστια απο μόνη της
και δεν θα'ταν καλή ιδέα να την ταίζεις με ιούς.
Και σήμερα τον έφτυσα τον ιό σου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και τον έφτυσα στο δρόμο
και του'βαλα φωτιά με το τσιγάρο μου, ακους;

Και τωρα πια αυτο το κείμενο έχασε την αρχική του σκοπιμότητα, κι απευθύνεται σε σενα συγκεκριμένα.
Παυει να ναι ενος τυπου αφηρημένο ποίημα, αλλα τί σημασία έχει;
Αφου διαβασες ως εδώ, θα το πας μέχρι τέλους, έτσι δεν είναι;
Θελω να κάνω ένα μπαμ και να φτύσω ολους τους ιους σας στους δρόμους.
Καλύτερα να κυκλοφορούμε σε βρωμικους απο χλέπες δρόμους, παρά ανάμεσα σε βρώμικες ψυχές.
Και εν τέλει θα'θελα να απαντήσω σε κάτι.
Οχι, δε θα πέθαινα για σενα.
Αλλά ίσως να σε σκότωνα για μένα.
Σταμάτα να με λυπάσαι και ξεκίνα να με φοβάσαι.
"Η εκδίκηση είναι πιο όμορφη κι απ'τον έρωτα".
Kι εγω αυτήν τη εκδίκηση θα την πάρω.
Μα δε θα την κρατήσω. Θα την φτύσω κι αυτήν στον δρόμο.
Δε θέλω να κρατήσω τίποτα δικό σου, ούτε κακία, ούτε εκδίκηση.
Μπας και σε πονέσω λίγο, μπας και δεις πως είναι.
Πως είναι το ηλίθια ανέκφραστο πρόσωπο της Αδιαφορίας.
Και νιώσεις. Οχι για μένα, για τους υπόλοιπους.
Καλωσήρθες στον κόσμο μας δήθεν επαναστάτη,
που τώρα βλάκα σέβεσαι τον νόμο και την τάξη.
Η επανάσταση μωρό μου ξεκινάει απο μέσα μας
κι επειτα παίρνει μορφή με διάφορες εκδηλώσεις.
Αυτα ομως δεν είναι για σένα, που να καταλάβεις.
Οταν κάνει ντου η Επανάσταση εσυ θα τρέχεις στα στενάκια.
Κι Εκείνη θα σε πετύχει σαν καυλωμένος μπάτσος
και θα σε δείρει με τα γκλομπς.
Και εγώ σε μια γωνιά, θα γεύομαι την γλυκιά εκδίκηση
με μια μπύρα στο χέρι
κι ένα στριφτό στα χείλη
και -ισως- μια καύλα
στο ματωμένο μου μυαλό.

Καλημέρα, παρέα με καφέ, χλέπες και τσιγαρίσια ανάσα.
Ο καφές μου, το τσιγάρο μου, κι εγώ.
Μονο αυτά τα τρία πράγματα θα'ναι μαζί.
Για πάντα.
Η καλύτερα, μέχρι τέλους.


S.B.

Απόψε τα δέντρα θα τραγουδάνε για κείνον.
Για κεινον που αψηφώντας τα πρέπει των μεγάλων
κουρνιάστηκε στην αγκαλιά του χειμώνα 
που τόσο αγαπά.
Απόψε τα θολά φωτα των δρόμων
θα γίνουν πυγολαμπίδες άγριες
και θα χορέυουν με ρυθμό
τον χτύπο της καρδιάς του.
Απόψε ίσως οι άνθρωποι 
νιώσουν λιγάκι παραπάνω απο το κανονικό
κι αφησουν τις ντροπές 
στην άκρη του μυαλού τους.
Γιατί απόψε με κυριέυει μια γλυκιά τρέλα
και θέλω να νιώθω ό,τι αγγιζω
και να αγγίξω για να νιώσω.
Απόψε θέλω να βγούμε εξω
και να μαστουρωσουμε με μουσική
που θα ακούγεται στους δρομους.
Θέλω τα χέρια μας να βγαζουνε φωτιές
που θα καίνε τις αρνήσεις
τις προσποιήσεις
τα υποτιθέμενα πρότυπα
και τα ανούσια κενά.
Απόψε θα ρίξω αλκοόλ στην φωτιά
για να μην τολμήσει να σβήσει.
Απόψε η νύχτα θα΄ναι μεγάλη
και δε με νοιάζει αν θα μαι μόνη
η θα'χω εσένανε παρέα.
Γιατί απόψε πείτε σε όλους
πως δεν έκοψα τα νύχια του μυαλού μου
και θα σας γρατσουνάνε άγρια
βιάζοντας τα πρέπει και τα μη σας.
Μόλις η νύχτα πέσει
θα ξεράσω την φωτιά μου πάνω σας.
Το μολύβι μου καίει απόψε ρε φίλε
και χαράζει τα άψυχα και χωρίς αντοχές μυαλά μας 
σαν λευκά χαρτιά.
Πιστοποιητικά θανάτου μιας εποχής
που δε λέει να τελειώσει ρε διάολε, δε λέει να τελειώσει.
Και μεις δυο σταγόνες άρνησης
που επιπλέουν στο νερό σαν λάδι.
Εσεις οι επιφανειακοι να με φοβάστε.
Οι υπόλοιποι, δε θα'πρεπε.
Γιατί οι ιδέες δεν καίγονται..
Ούτε απόψε.
Ούτε ποτέ.

Dedication to a person, who is afraid of the crowds.

Πάει πια καιρός που τα παιδιά τρέχανε στις αυλές
και τσακίζανε τα γόνατα τους.
Παει πολυς καιρος ρε φιλε. Μου λείπει να βλέπω μπεταντίν και pulvo στην κουζίνα,
σε ένα ράφι, ακόμα και δίπλα απο φαγητά. 
Ηταν εκεί, για εύκολη προσβαση, γιατι ανα πάσα στιγμή χτυπούσαμε απο το ατέλειωτο παιχνίδι στις γειτονιές.
Κυνηγητό, τζαμί, αγαλματάκια, κρυφτό.
Ειδικά το κρυφτό. Αυτο το παιχνίδι βέβαια, το παίζουμε και μεγάλοι.
Απλα δεν είναι τόσο διασκεδαστικό.

Παλιά οταν μας βρίσκανε θυμώναμε, αλλα μετά γελούσαμε και γυρνούσαμε σπίτι.
Τωρα το κρυφτό είναι σπίτι μας. Κι αν βγεις απ'την κρυψώνα δεν γελάς. Ούτε τρέχεις.
Κι όταν αυτος που τα φυλάει σε βρει, γυρνάς στην κρυψώνα σου, αλλά δεν είναι πια το ίδιο.
Εχει μεταμορφωθεί στην πιο άσχημη φυλακή. 
Την πιο κλειστοφοβική, την πιο μουχλιασμένη, την πιο σάπια φυλακή.
Τι κι αν εχει χρώματα στους τοίχους, τι κι αν μερικές φορές ειναι ζεστή.
Η φυλακή είναι φυλακή και δεν αλλάζει.
Και δεν είναι οι τοίχοι φίλε μου που κάνουν την φυλακη.
Είναι η ιδέα του εγκλωβισμού στο ίδιο το μυαλό σου.
Οταν δεν το αφηνεις πια το γαμημενο να τρέχει σε λιβάδια της φαντασίας σου
και περιορίζεις ολα σου τα θέλω, τα πιστέυω, τα πάντα
τότε μετατρέπεται σ'αυτήν την ψυχρή φυλακη.
Το θέμα δεν είναι πως δεν μπορείς να βγεις.
Το θέμα είναι πως δεν ξέρεις οτι μπορείς να βγεις.
Αυτη η Αγνοια, είναι μια ατιμη πουτάνα, στο λεω.
Μείνε μακρια της γιατί θα σε πονέσει.
Πολέμα την με όπλα τα βιβλία σου.
Αυτα στην βιβλιοθήκη σου που σαπίζουν ένα ενα. 
Πολέμα την με γνώση. 
Οποιασδήποτε μορφης γνώση.
Ετσι μονο θα σαι ασφαλης.
Εστω και στην φυλακή σου.
Μπορεί να σου λέω πράγματα που ήδη ξέρεις, αλλα τι πειράζει να τα ξαναθυμηθείς;
Αλλωστε η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως.
Ετσι δεν μας λέγανε μικρούς;
Δεν μας είπανε όμως ότι ειναι και αδερφή της ανίας.
Εμενα μου το είπανε. 
Μα δεν αλλαξε κάτι. 
Είμαι χειρότερη γιατί ξέρω και δεν πράττω αναλόγως.
Τώρα ομως ξέρεις κι εσυ.

Θα θελα μια μέρα να λιώσω, όπως λιώνει το κερί στο γραφείο μου.
Και μετά μόλις κάποιος με σβησει, να ξαναπάρω άλλη μορφή.
Αλλα μη με βάλετε σε καλούπι αυτή τη φορά.
Απλα φυσήξτε με και χύστε με στο πάτωμα.
Κι εγώ θα τον βρώ τον δρόμο μου.
Μπορεί να με πατάς και να γλιστράς.
Μπορει να μ'ακουμπάς και να καίγεσαι.
Μπορει να με φοβάσαι.
Αλλα όταν θα κρύωσω θα μείνω αδρανής, και θα'σαι ασφαλής και πάλι.

Αδράνεια. Η Αδράνεια είναι μια άλλη κυρία.
Αδράνεια είναι η ταση των σωμάτων, να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικης τους κατάστασης.
Ετσι μαθαίναμε στο λύκειο.
Την αδράνεια δεν μπορεις να την περιγράψεις με μια λέξη, όπως πχ "στασιμότητα".
Δίοτι η αδράνεια φίλε μου, είναι μια τάση.
Ειναι η τάση σου να μένεις ακίνητος.
Είναι το γεγονός οτι αντιστέκεσαι σε κάθε υποψία κίνησης με το φυλακισμένο σου μυαλό.
Είναι μια πουτάνα κι η αδράνεια.
Και την λέω πουτάνα γιατί την φοβάμαι.
Κι είναι ο μόνος τρόπος να μην της δίνω σημασία.
Ποιος δίνει σημασία στις πουτάνες αφτερ ολ;

Παραλογίζομαι και χάνω το μυαλό μου.
Το βλέπω να λιώνει σαν κερί μπροστά στα μούτρα μου.
Και μόλις κρυώσει το πιάνω και το σπάω και το μπήγω όπως όπως στο μεγάλο μου κεφάλι.
Και τα μάτια μου είναι αθλια καπάκια που δεν μπορούν να το κρατήσουν μέσα.
Κι όταν περπατάω, βλέπω σπασμένα κομμάτια μυαλου να πέφτουνε στον δρόμο.
Αλλα είμαι πολυ αδυναμη για να σκύψω να τα μάσω.

Είμαι απαθής και εγωίστρια και σου μιλάω μόνο για μένα.
Αλλα το ξέρω πως μερικές φορες ταυτίζεσαι κι εσύ.
Το ξέρω όχι γιατί μου το'πες.
Αλλα το βλέπω στα μάτια σου.
Τα μάτια σου είναι ξεκαυλωτα και κενα.
Καλωσήρθες στον κόσμο μου.
Μονο για μια φορά, αφησε με να μπω κι εγω στον δικό σου.
Αραξε λιγάκι μαζί μου και καυλωσε με το σπασμένο μου μυαλό.
Χωράμε εξάλλου.
Κι όταν θα ανακατευτούμε σαν λιωμένα διαφορετικά κεριά, δε θα με φοβάσαι.
Και δεν θα ξεχωρίζεις.
Και η φυλακή μου θα πάψει να ναι κλειστοφοβική.
Και θα πινουμε καφεδες στην φυλακη μου.
Και θα μου κρυβεσαι.
Κι εγω θα κανω πως δεν ξέρω που είσαι.
Και θα εμφανίζεσαι απο μόνος σου.
Γιατι θα θες να με αγγιξεις.
Γιατι δεν θα με φοβασαι πια.
Γιατι θα εισαι εγω, κι εγω θα μαι εσυ.
Και μετα ισως έρθουν κι αλλοι.
Και θα μεθύσουμε με καπνούς και ποιήματα.
Και θα τα σπάσουμε τα ντουβάρια του μυαλού μας.

Θα τα σπάσουμε τα γαμημένα.

Μεχρι τότε όμως, ξερεις τι είμαστε;
Υποκριτές είμαστε.
Οι χειρότεροι υποκριτές φίλε.
Γιατί λεμε πως είμαστε χαώδεις,
Γιατί φοράμε την κέρινη μάσκα μας, ακόμα και όταν είμαστε μονάχοι.
Γιατί τρεχουμε τάχα στους δρόμους και λέμε πως μαχόμαστε ότι είναι ενάντια στην Ελευθερία.
Ποιοι, εμεις. 
Εμεις οι φυλακισμένοι υποκριτές.
Η Ελευθερία όμως δεν είναι μια ακόμη πουτάνα.
Είναι μια Κυρια. Με Κ κεφαλαίο.
Και δεν πέφτει με τα βρώμικα σου λεφτά.
Πρόσεχε, γιατί αυτή η κυρία δεν πιάνεται.
Κι όταν θα θες να την βρεις, μπες μέσα σου.
Και ψαξτην.
Μόνο έτσι θα γίνει δική σου.

Με παράτησες μα εγώ τριγυρνώ ακόμα στα σοκάκια σου.
Και μαζευω τα δικά σου κομμάτια σπασμένου μυαλού.
Και τα παιρνω και τα λιώνω στους δρόμους της πυράς.
Κι επειτα τα χωνω σε καλούπια που μου γουστάρει.
Ετσι. Για να'χω να θυμάμαι.
Ετσι. Γιατί ολοκληρος μου προξενεις ανασφάλεια και φόβο.
Ετσι. Γιατί σε θέλω κομμάτια.

Η Ανία με επισκέφθηκε και πρέπει να της κάνω έρωτα.
Με πιάνεις;
Οχι;
Θα με πιάσεις, που θα παει.
Κι όταν με πιάσεις, η κέρινη μας μάσκα θα λιώσει.
Και θα δω το πρόσωπο σου.
Το αληθινό.
Το ξεγυμνωμένο.
Το λεύτερο.

Κι όλος ο κόσμος θα ανοίξει.

Μέχρι να ξαναγίνουμε κεριά.
Κεριά αψυχα που λιωνουν στα καλούπια τους.
Ξανά.
Και ξανά.
Μέχρι να τα φθείρει ο Χρόνος.
Μεγάλος πούστης ο χρόνος μάτια μου.
Να τον προσέχεις..