...but I need me more than I want you.


Θελω να έρχομαι να σε βλέπω και όταν είναι η ώρα να φύγω, να στεναχωριέμαι λες και μου είπες πως πεθαίνεις.
Θελω να σε κοιτάζω και να ερωτεύομαι το είναι σου σε κάθε ματιά.
Θελω να σε κοροιδεύω όταν φοράς γυαλιά, και να σε κακοσχολιάζω για το πως περπατάς και το πώς στριβεις τσιγάρα.
Θελω όταν περπατάμε να μου κρατάς το χέρι και εγω να μην ξέρω αν θελω να γελάσω με όλη μου τη δύναμη, η να κλάψω απο την συγκίνηση.
Θελω να σου δηλώνω πως έρχομαι σπίτι σου, και εσυ ρε γαμώτο να μου λες "ελα".
Θέλω να την πίνουμε μαζί και να σε βλέπω να κανεις μαλακίες.
Θελω να ξυπνάω για να σε χαζεύω όταν παίζεις κιθάρα.
Θελω να κάθομαι στον καναπέ σου και να έρχεσαι δίπλα μου.
Και να με πειράζεις και να με ακουμπας και να χαμογελάω σαν 5χρονο.
Θελω να σου ανοίγω την ψυχή μου, κι ας μου την πηδάς κάθε φορά.
Θελω να είσαι δίπλα μου και να ακουμπάνε τα μπούτια μας καθώς κοιτάμε τη θαλασσα.
Σε θέλω σε πάρτυ, σε καταληψεις, σε πορείες, γιατι το βράδυ μ'αρέσεις περισσότερο.
Θελω να τις ζηλευω όλες κι ας λες οτι δεν υπαρχει λόγος.
Θελω να με πονας καταλάθος (ή και όχι).
Θέλω να μου τραγουδάς, κι ας μη μ'αρεσει η φωνη σου.
Θελω να σε κοιτάω κι ας μην είσαι όμορφος.
Θέλω να βλέπουμε μαζί GOT τρώγοντας.
Θέλω να μαλώνουμε για απλά πράγματα, μόνο και μόνο για να την βρίσκουμε μετά.
Θελω να σε βλέπω πιο συχνά, γιατί όταν δε σε βλέπω καίγομαι.
Θέλω να κάνεις επιτέλους κάτι, γιατί βαρέθηκα να προσπαθώ.
Δεν θέλω να είμαι για σένα, ότι είναι πολλοί τύποι για μένα.
Θέλω να σε αγγίζω με κάθε ευκαιρία.
Θέλω να με αγγίζεις και να ματώνω.
Θέλω να ακούμε πανκ και να καφριλίζουμε.
Θελω στο 10ήμερο να με κοιτάς και να μην κάθεσαι ενα χιλιόμετρο απέναντι.
Θελω να σπάω ρετσίνες μέσα στο σπίτι σου.
Θελω να είμαι σπίτι σου.
Θελω να γαμάω το σπίτι σου και να το κανουμε ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ.
Θέλω να ζήσω αλλη μια νυχτα, για να σε νιώσω μεσα μου.
Θέλω να με ξέρουν οι φίλοι σου.
Θέλω να μπορώ να σε φιλάω στα μπαρ, κι ας μη το κάνω.
Θέλω να σε μαλώνω και να με μαλώνεις.
Θελω να μου μιλάς, ακόμα κι αν με βρίζεις.
Θέλω να μυρίζω το αρωμά σου πανω μου.
Θέλω να πλένομαι με το σαμπουάν σου.
Σε θέλω σε λιμάνια, σε κήπους, στους δρόμους και σε πάρκα.
Θέλω ατέλειωτες βόλτες κι ας κουράζεσαι γαμώ.
Πολλά θέλω. Είναι κι άλλα τόσα που δεν θέλω.
Μα πιο πολυ από όλα ρε διάολε, θα'θελα να μπορω να σε φιλάω, χωρις περιορισμους, χωρις συζητησεις που με κανουν να κλαιω, χωρις εκνευρισμους. Ετσι. Απλα ομορφα ατακτα και χωρις ταυτότητα.
Θα ήθελα τέλος να μη χρειαζόταν να μου λείψεις ποτέ.
Θα ήθελα να ξυπνήσω και να αρχίσω την απεξάρτηση.
Δεν σ'αγαπάω, κι ούτε σ'αγάπησα ποτέ μου.

Μα είμαι εξαρτημένη ρε διάολε.
Κι απόψε μου λείπεις.
Απο αύριο, δε θα με νοιάζει.
Εσένα όμως να σε νοιάζει.




not worth being written

Απόγευμα και κρύο. 
Και επιτέλους μπορούμε να πούμε ρε αδερφέ ότι έφτασε ο χειμώνας στην Θεσσαλονίκη. Εδώ, στην εκπνοή του Νοέμβρη, δεν υπάρχει πια κόσμος στον λευκό τον πύργο.
Και ξαναξεκινώ να γράφω κάτι αφού πήρα αφορμή από κάτι άσχετο (όπως πάντα θα μου πεις και δίκιο θα χεις).
Ας αρχίσω με μια περιγραφή, για να καταλάβεις τις συνθήκες ρε φίλε.
Μικρό δωματιάκι το σπίτι μου. Ο απέναντι τοίχος κατακόκκινος, σαν αίμα, ο απο πίσω τοίχος μαυρος, σαν την ψυχή μου. Οι παρομοιώσεις με μάραναν ρε διάολε..
Ενα μικρό γραφείο με ενα αργόσυρτο λαπτοπάκι του 2007 είναι η παρέα μου. 
Στην κούπα μου πάντα καφές, όλη μέρα καφές, αδειαζει, τον γεμιζω και πάει λεγοντας.
Και τσιγάρα. Που συνέχεια τελειώνουν. Προτιμω να μην τρώω για να καπνίζω ρε γαμω.
Ενα λαμπατέρ αρχαίο, με γλυκό φως, για να μην κουράζονται τα μάτια μου.
Ατέλειωτες συζητήσεις μεσω υπολογιστή που εν τέλει, είτε έχουν είτε δεν έχουν νόημα, δεν ξέρω ακόμα.
Και ξέρεις γιατι ρε αδερφέ; Γιατί φοβάμαι να βγω εξω και να συζητάω πρόσωπο με πρόσωπο.
Γιατι είμαι μια δειλή, πάντα ήμουν.
Προτιμώ το απροσωπο με ατομα δίχως πρόσωπο.
Βγαινω μια βολτα, ισα ισα να παρω μια γευση απο τον εξω κοσμο. 
Ενα κακο υφος ζωγραφισμένο στο λευκό πρόσωπο μου για να μη με πλησιάσει κανεις.
Κι επειτα γυρνω πισω στην σπηλια μου, στην ασφάλεια και την ανασφάλεια μου. Εδω, στους τέσσερις τοίχους.
Κι όταν ερχόμαστε στις προσωπικές σχέσεις, μόνο να κατηγορώ ξέρω.
Ναι υπήρξαν πολλα σκάρτα άτομα στη ζωή μου. Ναι μου κανανε κακο, και ψυχικα και φυσικα.
Αλλα ποτέ δεν έψαξα να βρω το που εφταιξα εγω. Τους μαλακες τους επιτρέπεις να σε γαμησουν, δεν το κανουνε απο μόνοι τους. Καπου φταις κι εσυ ρε Μαριαννουλα να πούμε.
Αλλα οχι, δεν τα ψαχνω ποτέ. Γιατί έτσι συνεχίζω να ζω στην αλυσίδα μου ρε φίλε. Σεημ ολντ στόρυ.
Ο μαλακας σου βιάζει την καρδια, εσυ κλαις, συνεχιζεις να κλαις, μια ζωη κλαις, μεχρι να βρεις αλλον μαλακα να σε κανει να κλαις, γιατι κλαμενη σου δινουνε σημασια, γιατι εχει μια ομορφια η στεναχώρια, γιατι η μελαγχολία που έχεις αρέσει, αρέσει και θελουν να σε αγγιξουν, προσπαθουν να σε φτιάξουν, αλλα δεν τους αφήνεις. Πες το φαυλο κυκλο αν θες, πες το μαλακια στον εγκεφαλο. Εγω προτιμώ να το λέω αλυσίδα. Γιατί μπορώ. Γιατι μ'αρεσει σαν λεξη στην τελική.
Και φτάσαμε πάλι να μιλαω για μενα. Λες κι αλλος κοσμος δεν υπαρχει. Λες και δεν μας σκοτώνουν αργά, λες και ζουμε σε ωραίες εποχές.
Αλλα ρε αδερφέ τι να κανω. Εμενα προσπαθω να καταλαβω, εμένα ξέρω τόσα χρόνια, εμενα αναλύω.
Και οταν περνάει ο καιρος γυρνάω στο μπλογκάκι μου και βλέπω πως ημουν. Συγκρίνω. Μπορει να με διαβαζεις και να ταυτίζεσαι. Μπορει να με βαριέσαι και να πηδάς σειρες. Μην ντρέπεσαι, κι εγώ το κάνω, ακόμα και στα δικα μου κείμενα.
Και αν περιμένεις να βγάλεις ακρη η να χαρεις με αυτα που γράφω, στο χω ξαναπεί, καλύτερα να φύγεις.
Ετσι ειναι οι αληθειες. Αλλες φορες πονάνε, αλλες φορες ειναι στενάχωρες και βαρετές, αλλες φορες σε κάνουν να σκας χαμόγελα σε μια οθόνη. Χαμόγελα χωρίς αποδέκτη.
Και ξυπνάς μια όμορφη μέρα και αντι να βγεις να χαρείς τον τέλειο χειμωνιάτικο ήλιο, του κλείνεις το παντζούρι στα μούτρα του κυρίου, και καθεσαι μεσα και καίγεσαι ρε μάτια μου. Γιατί;
Και αγαπας κι αγαπιέσαι με οτι καταστρέφεις και σε καταστρέφει. Παλι θα ρωτήσω γιατί. Ολοι αυτο δε ρωτάμε στην τελική; Δεν ειμαι τοσο διαφορετική όσο νόμιζα.
Ενα πλάσμα φιλοκατάθλιψης είμαι, χωρίς κατάθλιψη. Βγαινω εξω, παιρνω λιγη ζωη απο τον κόσμο, αλλα όχι παραπάνω, ποτέ παραπάνω, ίσα ίσα για να βγάλω την νύχτα που τοσο ισχυρίζομαι πως αγαπώ.
Στην πραγματικότητα θα'θελα κι εγω να ζήσω την μέρα και να μην κρύβομαι πίσω απο έναν τονο ρουχα και σε σκοτάδια.
Θα θελα να βγαίνω στον ήλιο, μαζι σου αγνωστε, να σε κρατήσω χέρι χέρι και να σου δωσω το τσιγάρο μου. Και όταν δε θα χω τι αλλο να πω, να κοιταζω τα μωβ μαλλιά μου στον ήλιο, γιατι ειναι πανεμορφα στο φως, γιατι τα βλεπω και γελάω, γιατι μ'αρεσει, μ'αρεσει και το ξέρω. 
Ομως δεν το κανω.
Βαρεθηκα. Με βαρεθηκα, σε βαρεθηκα, με κουρασα και σε κουράζω.
Ισως να ηρθε η ώρα για αποφάσεις που καθυστερώ επίτηδες.
Είτε θα βουλιάξω σιγά σιγά, μαζεύοντας τα πραγματα μου ένα ένα σε μια βαλίτσα, αφήνοντας οτι θελω να δουν, κρύβοντας τα υπόλοιπα, για να με θυμούνται όπως πρέπει και θα φύγω κυρία, αξιοπρεπέστατα χωρίς πολλά πολλά, είτε θα την παρω την γαμημενη την αποφαση να ζησω και θα σας αφήσω όλους πίσω μου. Ολους. Μονη και νεα αρχη, νεα ζωη, και αλλες τετοιες αισιόδοξες μαλακίες που μου πιπιλάνε το μυαλό κάθε φορά που ξυπνώ.
Και εγω μπορει να βαρεθηκα, αλλα εσυ μη βαριέσαι ρε γαμω, γιατι αμα δε βαριεσαι μπορεί κατι να προλαβω να κλέψω απο την ζωη σου, κάτι μικρο, τοσο δα, λίγο, για να βγαλω κι αποψε την νύχτα.
Κουραστηκα και δεν βγαινει τιποτα καλο για σημερα.
Αλλα δε γαμιέται; 
Εσυ διαβαζε να με μαθαίνεις. Ισως σου χρειαστώ κάποτε.
Και θα κλείσω με ενα κομμάτι καλό. Για τέτοιες ώρες.




Ушьфыеую

Είμαστε ενα ορμητικο κύμα
που ξέρασε στα τσιμέντα ο Θερμαικός
και δεν τον ένοιαξε τι θ'απογίνει.
Είμαστε μια σπασμένη χορδή κιθάρας
σε παρέα βουνίσιων χίπηδων
παρεά με καπνούς.
Είμαστε τα ξωτικα της νυχτας
που τρομάζουν παιδια στον ύπνο τους
και μετα τ'αγκαλιάζουν ν'αποκοιμηθούν.
Είμαστε ενάντια σε οτι παρασύρει πονηρά τα συναισθήματα
τα κλείνει σε εικονικά κελιά
κι έπειτα τα ξεπουλάει στον πρώτο τυχόντα.
Ειμαστε η οργη των μεγάλων 
που δεν μας καταλαβανε ποτέ.
Τυχαία αγγίγματα και σκουντιές στον δρόμο είμαστε.
Βλέμματα που μαρτυράνε πως η μοναξια δεν ειπε ακόμα
την στερνή της την κουβέντα.
Είμαστε η μελωδία που βγαίνει απο πλανώδιους μουσικούς 
στην καρδιά του φθινοπώρου.
Είμαστε οι σταγόνες της βροχής 
που βιάζουν αλύπητα τα παράθυρα σας.
Είμαστε τα ηλίθια σας σχέδια
και θα γίνουμε τροφή για αδάμαστη σκέψη.
Θα τριγυρνάμε στους δρομους με το φως του φεγγαριού
και θα πηδάμε την αγρια σιωπη σας ουρλιάζοντας.
Θα την πηδάμε ρε, ακούτε;
Θα την πηδαμε και θα της κάνουμε παιδιά
που θα ταίζουν τα όνειρα μας
Σκεφτόμαστε άτακτα και ανορθόγραφα.
Μα διόλου δε μας νοιάζει.
Είμαστε.. είμαστε.
Πολλά είμαστε αδερφέ μου.
Και τα μυαλά μας καταντησαν φυλακες σκέψεων
χωρις διαφυγή σε όμορφα ταξίδια.
Ενα μονάχα ξέρω:
πως δεν είμαστε μονάχοι

.

Runaway

Είναι Τετάρτη. Παλι. Κανει κυκλους ο χρόνος. Και αυτη η Τετάρτη είναι ίδια με όλες τις αλλες. Κι ο καιρός. Ιδιος και απαραλλαχτος. Νομίζω πως ζω στην ιδια Τετάρτη. Νομιζεις οτι μπορω πλεον να ξεχωρισω τις εποχες μεταξύ τους; 
Εχω μάθημα. Σε μια ωρίτσα. Κι εχω μια μανία τελευταία, με πιάνει το παράπονο και γράφω λιγο πριν παω στο μάθημα. Κι ο χρόνος με πιέζει. Κι ίσως να μη γραφω καλά ή σωστά, κι ίσως να κανω και ορθογραφικά. Πάρε και την ρίμα σου πρωί πρωι γιατι η φαση ειναι χιπ χοπ τελευταίως.
Σαν τρελομπαλάκι χοροπηδώ απο το ενα θεμα στο αλλο. Ισως για αυτο να μην πετυχαίνω. Επειδη δεν μπορω να γραψω κατι με κανονες. Ξερω τους κανονες, αλλα τους αποφευγω. Ποτέ δεν έβαζα τονους. Πάντοτε ημουνα σκράπα στο να χωρίσω παραγράφους. Οι εκθεσεις μου ηταν παντα ακανόνιστες, ατακτες. Τους καθηγητες τους πειραζε. Εμενα παλι οχι. 
Και το γράψιμο μου είναι μια παρομοίωση για να σου δειξω αγαπητέ μου, πώς ειναι το περιεχόμενο στο μυαλουδάκι μου και κατα συνεπεια η ζωη που επέλεξα η που απλα ζω. Γιατι μπορει στην τελικη να μην την επελεξα εγω, αλλα να την ζω ως εχει. Και να διαλεγω να πιστευω πως ειναι επιλογη μου, για να μαι καλυτερα με μενα. Για να νομιζω οτι ειμαι κυριος του εαυτου μου και τετοιες μαλακιες που με βολευουν για να συνεχισω να θελω να αναπνεω. Καταλαβες; Ολα για την συνειδηση μου γινονται.
Περασε μια βδομαδα. Μερες που όπου κι αν γυρνουσα εβλεπα θανατο. Στις ειδήσεις, στα φεησμπουκς, στα διπλανα χωρια. Δυο αυτοκτονίες με αποσταση τριών ημερών. Δυο γυναικες, μια μικρη, ουτε καν εφηβη, και μια μεγάλη που'χε παιδι στην ηλικια της μικρης. Και σε πιανει το γαμημενο το γιατι και σε βασανιζει. Γιατι κρεμάστηκαν κι οι δυο; Τι πονο εχω εγω μπροστα σε δυο ζωες που χαθηκαν, απο επιλογη;
Τι λες εσυ; Πιστευεις οτι οποιος αυτοκτονει ειναι δειλος, η αρκετα γενναιος για να το κανει; Γραψε μου ενα μηνυμα και πες μου αγαπητέ. Βασανίζομαι μόνη μου. Ποια, εγω, που παντα θελω να μιλαω. Για να μιλας πρεπει να ακους, κι εσυ ποτε δεν μου'πες τη γνωμη σου. Φτυσε μου την αληθεια σου στα μουτρα, για να ξερω οτι δεν ειμαι μονη μου ρε διάολε. Παραμιλαω και τα ντουβαρια δεν απαντάνε. Και πως να προχωρήσω οταν δεν μου μιλας; Τι αφορμες να βρω για να γραφω οταν η ολη φαση ειναι μονοπλευρη;
Τι μου φταις κι εσυ στην τελικη. Εσυ απλα με διαβαζεις ειτε γιατι σου εστειλα το λινκ, ειτε γιατι στο πε καποιος φιλος, ειτε γιατι με βρηκες τυχαια στο ξεχασμενο βιβλιο του ιντερνετ, αναμεσα σε χιλιαδες αλλες σελιδες-ιστολογια. Η δικια μου σελιδα ειναι σκονισμενη, παλια και ασχημη. Μεσα σε ολη την μαυριλα, προσπαθω να την κανω πιο μαυρη. Ειτε σε διωχνω ειτε σε φερνω πιο κοντα στην μαυρη σου πλευρα. Και πιο κοντα σε μενα.
Ξυπναω καθε μερα με τα ματια των πνιγμενων για να μην τολμησω και νιωσω χαρα. Οτι κι αν γινει. Γιατι μου το κανω αυτο; Τι μου εχω κανει και δε με γουσταρω, μου λες; Ημουν καποτε ρε διαολε ο αγαπημενος μου εραστής. Μεσα στο χαμογελο μου ενιωθα τα χαμογελα των αλλων. Των δικων μου, των φιλων μου, των γκομενων.
Και τωρα εφτασε η ωρα να τους πληγωνω με τη σιωπη μου. Στην αρχη ητανε ενταξει, γιατι με επιανε μια-δυο μερες το πολυ, και επειτα ημουνα ετοιμη να βγω απο το σπιτι και να μοιραζω χαμογελακια σε αγνωστους, μαζι με χαρτακια φιλτρακια αναπτηρες και καπνους. Τωρα δεν μου ζητανε καν φωτια στον δρομο. 
Και τωρα ισως να αναρωτιεσαι γιατι στα λεω ολα αυτα. Ειναι βαρετα και στεναχωρα, το ξερω, αλλα στο εχω πει. Θελω να τα βλεπεις για να μη γινεις ετσι. Μη μενεις κι εσυ στο σπιτι σαν εμενα. Μην σαπιζεις με αλκοολ και καπνους και καφεδες και παρανομους ερωτες που βασανιζουν το μυαλο σου, σε παρακαλω. 
Ο Αψινθος λεει τωρα οτι ο μονος νομος των νεκρων ειναι η σιωπη. Και σε τι διαφερω απο τους νεκρους τελικα;
Εχεις φανταστει ποτε ποσους μπορεις να επηρεασεις με την σιωπη σου; Παντα την μισουσα την σιωπη. Ηθελα να μιλαω και να μου μιλανε, να υπαρχει μια ουσιαστικη συζητηση τα παγωμενα βραδια μου στην Φλωρινα, να νιωθω οτι καποιος τσιγκλαει την ψυχη μου και κινητοποιει τα γραναζια του σκουριασμενου μου μυαλου.
Και τωρα ειμαι εδω, μονη με τη σιωπη μου, την οποια εχω επιλεξει, στα ισα.
Χαθηκε ο ερωτας. Ακουγομαι σαν κλαψομουνικο κοριτσακι λυκειου τωρα, το ξερω, επειδη την αφησε ο γκομενος της και τα φτιαξε με την φιλη της σε ενα παρτυ που ειχαν πιει και οι δυο. Ναι το ξερω. Αλλα χαθηκε ρε αδερφε ο ερωτας. Το ξερω, το ξερεις κι εσυ και το ξερουν κι ολοι. Νιωθω νεκρη καθε φορα που πηδιέμαι, νεκρη γιατι μετα το πηδημα δε στεκομαι να ανταλλαξω δυο κουβεντες κι ενα τσιγαρο με κανεναν. Ντυνομαι, αμιλητη και φευγω. Ραμμενο το στομα, μπαλωμενη κι η ψυχη. Και τι να πεις;
Να πεις ευχαριστω που ακομα υπαρχουν σχεσεις. Τους βλεπω στους δρομους ρε φιλε και τους χαιρομαι που κανουν αγαπες κι αγκαλιες δημοσιως. Χερι χερι περπατανε. Κι εγω παντα μονη. Με γεματα χερια ομως. Μια μπυρα κι ενα τσιγαρο, κι ο αναπτηρας σφηνωμενος σε μια τσεπη του πιο παλιου μου τζην.
Ειναι αυτη ζωη; Οχι πες μου, ειναι;
Και τι ειναι ρε ψυχη μου η ζωη τελικα;
Ξερω οτι ζωη δεν ειναι να βαζεις εναν στοχο και να βαριεσαι να κανεις το πρωτο βημα.
Ποσο μισος υπαρχει μεσα μου; Μεσα σου; Μεσα μας στην τελικη.
Ουτε κι αυτο το ξερω. Αλλα σκεφτηκα οτι ισως δεν θα επρεπε να ρωταω αυτο. 
Μηπως να αναρωτηθω ποση ψυχη μου λειπει κι οχι ποσο μισος μπορει να υπαρξει;
Εσενα ποση ψυχη θαρρεις οτι σου λειπει; 
Ειτε απαντησεις ειτε οχι, εγω το ερωτημα το εθεσα.
Κι αν το σκεφτεσαι, τον σκοπο μου τον πετυχα.
Σε προβληματισα.
Το νερο βραζει κι ο καφες μου περιμενει.
Κι εγω θα παω. Σαν υπακουο παιδακι.
Θα παω να ζησω την ιδια Τεταρτη μεχρι να ερθεις.
Να ερθεις να με παρεις και να αλλαξεις τις Τεταρτες μου.

Καθε υποψια ζωντανης υπαρξης -αν υπαρχει μεσα μου- σημερα σερνεται.
Σερνεται σαν φίδι στους διαδρομους που υπαρχουν βασανισμενες ψυχες.
Και με βασανιζουν και μενα ρε διαολε.. τις ακουω που φωναζουν.
Ακουραστες, μεχρι να παρουν εκδικηση.
Απο σενα, απο μενα, απο μας.

Και τωρα οι κανονες θα λεγανε οτι θα πρεπε να γραψω μια κατακλείδα για να κλεισει λεει το κειμενο.
Να συνοψισω το νοημα της παραγράφου.
Μονο που εγω δεν εχω νοημα, μονο που παραγράφους δεν χωρίζω.
Ισως να σε πειράζει.
Εμενα παλι, όχι.