Περί μΕΘΙΣΜΟΥ.

Υπάρχουν φορές που "βγαίνω απ'τα παπούτσια μου" και υπερυψώνομαι στο ταβάνι σαν το κοριτσάκι του Εξορκιστή. Μόνο που όταν ο άλλος εαυτός μου με κοιτάζει απο κάτω, δεν τρομάζω και όταν συμβαίνει αυτό, ο ταβανίσιος εαυτός μου είναι μπρούμυτα για να μπορούμε να κάνουμε decent συζήτηση. Και μιλάμε πολύ ρε φίλε. Ερωτήσεις, απαντήσεις, δηλώσεις και διάφορα τέτοια σκηνικά. Μου κερνάω καφέ, μου χαρίζω κοπλιμέντα, μου κάνω κήρυγμα χειρότερο από το κάθε πιθανό κήρυγμα του οποιουδήποτε που με γνωρίζει. Κι έτσι αλληλοβοηθιέμαι. Μου πιάνω το χέρι και με τραβάω μπας και πάμε λίγο παρακάτω και νικήσουμε τον μόνιμο εχθρό μου: την αδράνεια. Σήμερα μόλις ξύπνησα λοιπόν, κοίταζα το ταβάνι του μικρού μου παγωμένου δωματίου και είχα μια από αυτές τις συζητήσεις-αναζητήσεις-διεκδικήσεις ή παρανοικές κουβέντες , πες το όπως θέλεις.

Συζητήσαμε για τον εθισμό. Μεγάλο θέμα, κοινότυπο και υπεραναλυμένο. Η διαδικασία εκμαίευσης των συμπερασμάτων από τα βρώμικα και σκονισμένα άδυτα του μυαλού μου δεν θα έλεγα πως είναι κι εύκολο πράγμα. Όπως ακριβώς ο τρόπος γραφής μου δεν έχει αρχή μέση τέλος και ουσιαστική δομή, έτσι και ο τρόπος σκέψης μου είναι άτακτος, ανορθόγραφος και εν μέρει αναρχικός. Συνειρμοί μου χτυπάνε την πόρτα και όπως έρχονται, αποχωρούν, σκέψεις χυδαίες με κάνουν να νιώθω ντροπή που τις σκέφτομαι και άτομα άκυρα με εμπνέουν να τους γράψω ποιήματα για τον τρόπο που γράφουν ή μιλάνε. Αυτή τη στιγμή, καπνίζω ασταμάτητα και μηχανικά. 

Το κάπνισμα. Από τη στιγμή που το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο μου δάχτυλα ξεκινάει να καίγεται, δεν με ενδιαφέρει η ύπαρξη του ή η κάθε ουσία που μου προσφέρει. Καπνίζω επειδή μ'αρέσει να στρίβω. Αλλά ενώ θα μπορούσα να στρίβω και να χαλάω αμέτρητα τσιγάρα χωρίς να μαυρίζω τα πνευμόνια μου, νιώθω ότι το κάθε τσιγάρο που έχω στρίψει απο την εφηβεία μου ως και σήμερα, έχει έναν σκοπό: να καεί στο στόμα μου. Κι έτσι επέρχεται το τέλος. Όχι το τελείωμα, αλλά ο σκοπός που εκπληρώνεται καπνίζοντας το. Εχει δημιουργηθεί απο μένα για μένα και τελειώνει στο στόμα μου. Και το γουστάρω. Εθισμένη σε διαδικασίες τέτοιες και χαμένη στις ανορθόγραφες σκέψεις μου, παραμένω κλειστή και κλεισμένη μέχρι να με ανοίξει κάποιος βίαια και να δημιουργήσω αυτοκαταστρέφοντας το πιο κοντινό πράγμα σε μένα. Τον εαυτό μου. (σημ.: το αυτοκαταστρέφοντας είναι επιτηδευμένη υπερβολή)

Το γράψιμο. Κάθε δημοσιευμένη ανάρτηση είναι παρεμφερής με το τσιγάρο μου. Έχω αποκτήσει εθισμό στην αυτοαποδοχή των όσων γράφω. Οτιδήποτε παραμένει αδημοσίευτο στο συρτάρι μου αδιάβαστο από μένα δεύτερη φορά και από ένα τουλάχιστον ακόμη άτομο, αυτόματα δεν έχει αξία. Η αξία είναι στην επιλογή του να δημοσιεύω αυτό για παράδειγμα, κι ένα άρρωστο κείμενο με ορθογραφικά λάθη που πραγματεύεται μια βραδιά παθιασμένου έρωτα με κάποιον τύπο να παραμένει στην αφάνεια. Μέχρι να το πετάξω ή να το αποδεχτώ. Δεν είμαι εθισμένη στα γραπτά μου, για την καύλα μου τα κάνω στην τελική. Είμαι εθισμένη στις λέξεις που μπορούν να βγουν από τα δάχτυλα μου και να φτάσουν οπουδήποτε μακριά απο μένα. Μπορώ να πάρω μια μούτζα, ή κάποιο αχνό "μπράβο", μα ούτε αυτό με νοιάζει ιδιαίτερα. Ο εθισμός αυτός έγκειται στην εγκεφαλική μου ικανοποίηση, μετά την δημοσίευσή τους. Και αυτή η γαμημένη δυνητικότητα των όσων μπορώ να δημιουργήσω, μου γρατζουνάει το μυαλό και με κάνει να νιώθω υπέροχη ή υπεροχή.

Το αλκοόλ. "Δεν πίνεις για να ξεφύγεις, αλλά για να βρεις κάτι από το οποίο να θες να ξεφύγεις." Για άλλη μια φορά το Θ*Δ μου προσφέρει τροφή για σκέψη ή δυνατότητα κατάποσης τροφής μασημένης αμάσητα. Και στις δύο περιπτώσεις, βγαίνω κερδισμένη. Η τάση μου για αλκοολισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πόσο ερωτικα απογοητευμένη είμαι. Και συνεπώς, τα δυο ποσά είναι ανάλογα. Όσο περισσότερο πληγώνομαι, τόσο πιο πολύ θέλω να πίνω κτλ. Δεν νομίζω πως υπάρχει θέμα σωματικού εθισμού στο αλκοόλ. Όλοι είστε εξαρτημένοι από την κατάσταση της μέθης μετά την όγδοη μπύρα. Και μαζί με τον συρφετό, κι εγώ το ίδιο. Αλλιώς θα ίδρωνα στη σκέψη ότι τέλειωσαν οι μπύρες στο ψυγείο μου. Και να μαι τώρα εδώ, είκοσι τρεις μέρες χωρίς να μεθύσω. Επαθα τίποτα; Δεν έπαθα. Μη πίνοντας ανακάλυψα πως τελικά ναι ρε παιδί μου, είμαι ερωτευμένη και απογοητευμένη. Αλλά όχι σε σημείο να επηρεάζεται η ζωή μου και οι επιλογές μου. Κι αν διαφωνείς, "τράβα καμία να ησυχάσεις".

Το σεξ. Σαν πράξη αυτούσια, δεν με ψήνει και πολύ. Δηλαδή ρε παιδί μου κάθομαι και σκέφτομαι πόσο πρέπει να φτιάξω τα μαλλιά μου και να βαφτώ, πως θα πλύνω τα σεντόνια μετά, πως να διώξω το εκάστοτε άτομο μα ώρα αρχύτερα χωρίς να φανώ αγενής και τέτοια. Κι όταν ξεκινάμε με τέτοιες σκέψεις, γάμησετα φίλε μου. Αστο να πάει στο γεροδιάολο, μη το κάνεις καθόλου. Σωστά; ΛΑΘΟΣ. Είμαι αρκετά εθισμένη στην μετακατάσταση της σεξουαλικής μου ικανοποίησης, ώστε να παραβλέψω όλους αυτούς τους παράγοντες, να σκάσω, να φορέσω το καλό μου κολλητό κολάν και να σε περιμένω σπίτι αγαπητέ. Το σεξ είναι κάτι που εκτός απο τα 10 δευτερόλεπτα ηδονής μου προσφέρει ενα χρονικό διάστημα ωρών, εντός του οποίου μπορώ να φτιάξω πράγματα. Αν είμαι ικανοποιημένη, μπορώ να σου γράψω από δοκίμια και ποιήματα, μέχρι μια τρισέλιδη ανάλυση για τον τρόπο που κάθεσαι, εντάσσοντας την στην θεωρια της υποκουλτούρας, τόσο γαμηστερή που ο Ντικ Χεμπντιτζ θα καθόταν στην γωνία και θα τράβαγε τα μαλλιά του. Θα προσέθετα στρατηγήματα στην τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο, και ο Σοπεν(χ)άουερ θα με καλούσε σπίτι του να πιούμε τσάι με λεμόνι. Δεν κατέχω την τέχνη του να έχω πάντα δίκιο. Κατέχω ένα αντίτυπο του αρχικού βιβλίου, αλλά μου αρκεί για να σου πετάξω το δίκιο μου στη μάπα.

Εγωισμός. Οχτώ γράμματα που αναβοσβήνουν σαν συμπέρασμα. Καπνίζω για να ταίσω το εγώ μου, κάνω σεξ για την πάρτη μου, πίνω για να δημιουργώ έρωτα εκεί που δεν υπάρχει και μέχρι και το γράψιμο γύρω απο μένα περιστρέφεται. Σωστό; Λάθος και πάλι. Τώρα νιώθω έτσι. Η κατάσταση είναι προσωρινή. Και ναι, με πληγώνω λιγάκι που κάθε μου λέξη φωνάζει "ΕΓΩ". Αλλά γράφοντας αυτά αποκτώ αξία. Κι εγώ και οι σκέψεις μου και ο άλλος μου εαυτός μαζί με το κάκιστο μου εγώ. Και έχοντας αξία φίλε μου, αξία που μόνο με ενα κλικ νομίζω πως αποκτώ, μπορώ να αράζω πίσω απο την οθόνη του λάπτοπ μου και να πίνω μια φραπεδάρα αμέριμνη. Μέσα σε μια αίσθηση ψεύτικη ότι αφήνω κάτι πίσω μου όσο μεγαλώνω. Ακόμη και να μη συμβαίνει, πάλι κερδισμένη βγαίνω. 

Ένα πρωί κάποιου χειμώνα που θα ξυπνήσω σε κρεβάτι άλλου, ο εαυτός μου θα πέσει πάνω μου και θα με πλακώσει. Κι έτσι μ'ενα μπαμ θα χαθούν ψευδαισθήσεις, ωραιοπάθειες, καταθλίψεις και ανία. Κι ίσως τότε να πάψω να πιστεύω πως κάθε μου σκέψη είναι τόσο σημαντική που οφείλει να καταγραφεί στην μπλογκόσφαιρα. Μέχρι τότε όμως, θα'μαι εδώ και θα σε περιμένω στρίβοντας ανασφάλειες μαζί με τα ροζ μου τσιγάρα.

Υ.Γ.1 : Ταυτίσου μαζί μου, άσε την άλλη κι έλα να μείνουμε μαζί. Και ίσως ξαναρχίσουμε τις μαύρες μπύρες παρέα.

Υ.Γ.2 : Κωλοψήνει έστω να σε ξαναδώ. Θα'ρθω προς τα κάτω και θα βαράω κουδούνια γιατί σ'αγαπώ. (σε θέλω, απλά το σ'αγαπώ έκανε ρίμα).

Η προσμονή του βιασμού και ο βιασμός της προσμονής : Α tale of sexpectations.

Φοβάσαι τον Θάνατο, μόνο και μόνο επειδή είναι κάτι άγνωστο, μόνο και μόνο επειδή κανείς πεθαμένος δεν γύρισε πίσω να σου πει πως είναι. Αν γνώριζες στα σίγουρα τι θα γίνει, ακόμα κι αν κακοπερνούσες σαν νεκρός ρε αδερφέ, θα κάπνιζες δυο τσιγάρα παραπάνω και δε θα σ’ ένοιαζε αν σε βρίσκανε αναίσθητο κάπου στις έξι το πρωί με μια βελόνα στο αριστερό σου χέρι. Φοβάσαι τον Θάνατο και δε φοβάσαι τη ζωή. Δεν πα να είσαι στραπατσαρισμένος, άνεργος, φτωχός, με ψυχολογικά ή οίδημα στα πνευμόνια; Δε σε νοιάζει. Αρκεί να λες ότι ζεις. Μένεις εδώ, υπομένεις, περιμένεις, αναμένεις αναμμένος ανάσκελα για δουλειά, γκόμενα ή σπίτι, σπιτώνεσαι σε ξένους, αγχώνεσαι, σηκώνεσαι τα πρωινά ψελλίζοντας «ακόμη εδώ είμαι;» , αναζητάς περαστικούς για συντροφιά, για να αποφύγεις τη μοναξιά, μια μοναξιά που εν τέλει δεν αποφεύγεται. Πάρτο απόφαση. Μόνοι ερχόμαστε μόνοι παραμένουμε και μόνοι αποχωρούμε από τον πλανήτη.

Ψάχνω ακόμα την φωνή μου. Κάποιος μου την έκλεψε, δεν μπορεί. Την ψάχνω στο δρόμο, σε σοκάκια σε μικρά καφέ, στη ροτόντα, στο λιμάνι, στην σκοτεινή νέα παραλία. Δεν μπορώ να την βρω πουθενά, κάποιος μου την έκλεψε ή μου έπεσε από την τσέπη όταν προσπαθούσα να ανοίξω ένα μπουκάλι μαυροδάφνη. Θα βγάλω αφίσα ότι ψάχνω την φωνή μου, μα ανησυχώ, θα με περάσουν για τρελή και δεν το θέλω, η παράνοια μου μιλάει τελευταία αλλά δεν έχω φωνή να της απαντήσω, ντρέπομαι και της αφήνω post it κολλημένα στο ψυγείο, δεν ξέρει να γράφει, η συνεννόηση έχει χαθεί πολύ πριν την ανακαλύψουν, η παράνοια μου ψιθυρίζει λόγια αγάπης στο πίσω μέρος του αυτιού μου μα ξέρω να φυλάγομαι, ξέρω πως είναι ψεύτικα μα δεν έμαθα ποτέ να αναγνωρίζω το ψέμα από την εκάστοτε αλήθεια, οι αλήθειες πονάνε, έτσι μας λέγανε από μικρούς μα εμείς αγκαλιάσαμε τον πόνο φορώντας μόνο ψέματα, αντιφατικό, δε νομίζεις; Τι κι αν δε με νοιάζει τι νομίζεις εκτός κι αν το νομίζεις για μένα, ο κόσμος γυρνάει γύρω από το παχουλό μου εγώ, τελευταία παραπάχυνε και ζητάει δίαιτες, δεν έχω λεφτά για διατροφολόγους, όσο δεν τρώω το εγώ μου παχαίνει περισσότερο, η συνάρτηση μεταξύ μας είναι αντιστρόφως ανάλογη ή κάτι τέτοιο, δεν ξέρω από μαθηματικά, ποτέ δεν τα έμαθα μα μου χρειάστηκαν εν τέλει, μου χρειάζονται άπειρα πράγματα και σε μένα και στο εγώ μου μα αρκούμαστε μόνο σε όσα δεν αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες μας.  Συνυπάρχω σε τέσσερις τοίχους με ένα εγώ και την παράνοια του, δεν είμαι σίγουρη αν το εγώ είναι δικό μου ή δικό σου, σημασία έχει πως δεν γούσταρα ποτέ συγκάτοικο, θέλω να βρωμίζω το σπίτι μόνη μου για να μην έχω κανέναν να κατηγορήσω το επόμενο πρωί, θέλω να κατηγορώ μόνο τον εαυτό μου, φοβάμαι να πεθάνω μα δε φοβάμαι να βασανιστώ, φοβάμαι να σε αντικρύσω μα δε φοβάμαι την απόρριψη, φοβάμαι να με απορρίψω μα δεν με δέχομαι κιόλας, φοβάμαι τα μάτια σου, φοβάμαι τα μάτια μου όταν σε κοιτάζουν, φοβάμαι τον πάτο του ποτηριού μου γιατί θα σημάνει το τέλος, τρέμω στην ιδέα του τέλους, τελειώνω στην ιδέα του τρόμου, φοβάμαι και τελειώνω φοβισμένη αγκαλιάζοντας τον φόβο, τέλειωσαν τα τσιγάρα, περίμενε.

Σε πιάνω μα δεν σε αγγίζω και θυμάμαι τότε που σε άγγιζα μα δεν κατάφερνα να σε πιάσω πουθενά, είμαι ερωτευμένη μαζί σου, μόνο εδώ μπορώ να στο ομολογήσω γιατί οι εξομολογήσεις έχουν φύγει από τη μόδα, «αφήνω τα βλαμμένα με τη μόδα να χαίρονται» τα πρότυπα όμορφου έρωτα όμορφα καίγονται, οι Jolly Roger παίζουν μονίμως στο backround, είτε κοιμάμαι είτε καθαρίζω, τρίβω πατώματα να φύγει η βρωμιά κι όμως η ψυχη μου λερώνεται περισσότερο, θα θελα να πίστευα πως δεν έχω ψυχή μα τα βράδια μου χτυπάει το τζάμι της μπαλκονόπορτας ικετεύοντας να μπει στο σπίτι μου, όποιος μπαίνει σπίτι μου αυτόματα ανοίγει τις πόρτες του μυαλού μου και μπαινοβγαίνει αμέριμνος, το μυαλό μου είναι βρώμικο γιατί το λέρωσες όταν δεν μ’άφησες να σ’αγαπήσω, θέλω να έρθω να σε βρω μα ποτέ δεν ήμουν καλή στο ψάξιμο, θα χάσω το σπίτι σου, θα χάσω τη διεύθυνση, οι μόνες διευθύνσεις που εμπιστεύομαι είναι οι ηλεκτρονικές, γίνονται όργια στο ίντερνετ μα από κοντά δε λέμε ούτε καλημέρα, καμιά μέρα, σε καμιά σφαίρα κανενός μυαλού, ζω μονάχα τα βράδια στα λάηβ επειδή πίνω, και πίνω επειδή με αφήνουνε να ζω, «φοβάμαι να πεθάνω» αλλά πιο πολύ φοβάμαι να πεθάνω χωρίς να σου πω αυτό, είναι το μόνο που μου χει μείνει, η μόνη μου αλήθεια, σ’αγαπώ.
Από Καμύ και λοιπά σκηνικά απέμειναν Τσιμπουκοφσκικά σκατά που βιάζουν ολονών μας τα εγώ χωρίς να φέρονται ρατσιστικά, η αυτοκαταστροφή έγινε τρόπος ζωής τι κι αν δεν υπάρχει ζωή πόσο μάλλον τρόπος, πόνος είναι να αγκαλιάζω το μπουκάλι μου στη σιωπή ενώ θα μπορούσα να αγκαλιάζω εσένα που είσαι και alcohol free, πόνος είναι να μη διαβάζεις το μπλογκ ενώ σε έχω κάνει από παντού μπλοκ, πόνος είναι το σώμα μου στο στόμα σου, πόνος είναι κάτι που αντιλαμβανόμαστε μηχανικά και εξερευνούμε πειραματικά.

Οι συνειδήσεις βγήκαν σε εκπτώσεις στις ειδήσεις.
Οι πτώσεις συνειδητά ξέπεσαν στην αδράνεια.
Η αδράνεια είναι γένους αρσενικού.
Γιατί πολύ απλά μπορεί άνετα και με γαμάει.

Υ.Γ.  Αναρωτιέμαι.. Όταν κάνεις log in με τον παίκτη μου και βλέπεις το character name, άραγε με σκέφτεσαι ποτέ;