Περί εμού, περί κενού, περί αυτών ο λόγος

Καλησπέρα μαλάκα.
Ναι, ξύπνησα με νευρα, με έλλειψη καφέ στο ράφι μου, χωρίς τίποτα φαγώσιμο, σε ένα παγωμένο δωματιο. Για αυτό σε λέω μαλάκα. Και καλά κάνω στην τελική. Σήμερα τα πράγματα δεν ειναι εντάξει. Βασικά ποτέ δεν ήταν εντάξει, άρα καλύτερα ας πούμε οτι είναι λιγότερο εντάξει απο τις προηγούμενες μέρες. Για αυτό κι εγώ αυτή τη γαμημένη μέρα δε θα τη ζησω, δε θα πάω πουθενά και δεν θα περιμένω να μιλήσω με κανέναν το βράδυ.
Θα πιω τις ορέξεις σας για καφέ και θα τραφώ με προχθεσινές αναμνήσεις που τις εμπηξα οπως οπως στο ψυγείο του μυαλού. Μη μας χαλάσουν κιόλας.
Ας πάμε λοιπόν παρεούλα σε μια ιστορικη αναδρομη της παιδικής μου ηλικίας.
Απο μικρή πάντα αναζητούσα πολλά περισσότερα πράγματα απο τον μέσο μαθητή δημοτικού. Μερικές φορές ναι, έκανα τους φίλους μου να κλαίνε, γιατι τους τρόμαζα άσχημα. Όταν όλα τα κοριτσάκια ντύνονταν με φουστανάκια για να πάνε βόλτα με τις φίλες τους, εγώ ξεχνούσα να χτενίσω τα μαλλιά μου, φορούσα τα σορτσάκια μου και είχα πάντα μαζί μου ένα τσαντάκι-μπανάνα (αυτο που το φοράμε στη μέση ρε συ), το οποίο ήτο γεμάτο απο κλωστές, πέτρες, ψαλίδια και χιλιαδυό άλλα πράγματα που μου χρησίμευαν στο να στήνω παγίδες κάτω από οτιδήποτε θύμιζε πόρτα.
Και ντάξει, ίσως αναρωτιέσαι που το πάω όλο αυτο. Ακομα και αν δεν αναρωτήθηκες όμως, εγώ τώρα στην έβαλα την ιδέα, έτσι δεν είναι;Δεν το πάω πουθενά. Απλα θυμάμαι το παρελθόν μου ρε μαλάκα, γιατί μου λείπει.
Βλέπεις, όταν φτάνουμε στο σταυροδρόμι της πανάθλιας ζωής μας, είτε θα συνεχίσουμε ευθεία, είτε θα στρίψουμε, είτε θα πάμε πίσω. Κι εγω έτσι που την είχα πάρει την απόφαση να συνεχίσω ευθεία, να μωρέ, πήγα λιγάκι πίσω να πάρω φόρα, γιατί είχε ενα μικρό κενό και δεν μπορούσα να το πηδήξω.
Ε και ρε φίλε τα μπλεξα τα μπούτχια μου και ακόνταψα και τσούπ, έμεινα πίσω. Με πήδηξε το κενό τελικα.
Το κενό είναι άτιμο πράγμα. Κι αν το καλοσκεφτείς, ακόμα και σαν λέξη, ακόμα και σαν νόημα, φαντάζει τόσο άκακο, τόσο αθώο, τόσο μικρό και απλό. Αυτα μας γαμήσανε. Τα μικρά και φαινομενικά αθώα πράγματα. Το κενό δημιουργήθηκε με έναν μόνο σκοπό: να γεμίζει.
Τα κενά διατίθενται δωρεάν σε όποιον θέλει να τα πάρει. Και έτσι όπως έχουμε μάθει με το τζάμπα, το πήραμε, μήπως μας χρειαστεί. Αλλα αν δε μπορέσεις να το γεμίσεις, το πούστικο το κενό σε βασανίζει τα βράδια, και τις μέρες, και τα μεσημέρια και τις ώρες που κοιμόμαστε μη σου πω. Και ψάχνουμε ανθρώπους να γεμίζουμε τα κενά μας, σε πρώτο στάδιο. Εγω δε θέλω αλλους ανθρώπους, γιατί απλά είδαν το κενό μου, πάτησαν μέσα χωρίς να βγάλουν τα παπούτσια τους, το λασπώσανε και φύγανε. Και κείνο έμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο, απλά λασπωμένο. 
Τα λασπωμένα κενά γεμίζουν πιο δύσκολα από τα απλά κενά. Γιατί είναι μισογεμάτα.
Γιατι τα χρησιμοποιημένα κενά κανεις δε τα γουστάρει. Και καλά κάνει στην τελική.
Για αυτο κι εγώ αποφάσισα να γεμίσω το κενό μου με οτιδήποτε άλλο απο ανθρώπινες υπάρξεις.
Το παραφουσκώνω με αλκοόλ μερικές φορές, και μόλις αδειάσει λίγο του φυσάω τον καπνό μου.
Άλλες φορές ξερνάω μέσα του γιατί τυχαίνει. Τυχαίνει να μην είμαι μόνη, και να ναι κάποιος αλλος στο μπάνιο που θα ξερνούσα υπό άλλες συνθήκες. Το δικό μου κενό είναι σαν πάνινη σακούλα ανακύκλωσης, που έχει λιώσει από την χρόνια χρήση.
Είναι μισογεμάτο με μνήμες, με καφεδες, με αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων.
Και κάπου κάπου ανοίγω αυτή τη σακούλα και χάνομαι μέσα της. Στις παιδικές αναμνήσεις μιας αθωώτητας που ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά, στα βράδια που κατέστρεφα το εγώ μου για να χωρέσει το εμεις μας, σε μπαλέτα ατσουμπαλων και χοντρών χορευτριών, σε φάλτσες μελωδιές απο σκεβρωμενες και άσχημες κιθάρες. Εχω μπηξει διάφορα πράγματα στο κενό που μου χαρίσαν.
Για να μη μου φαίνεται άδειο. Για να μην είναι κενό. Ή μάλλον, για να χω για πάρτη μου ένα μισογεμάτο κενό που θα με ξεγελάει αποδεικνυοντας μου πως δεν είμαι μόνη.
Δεν με ενοχλεί που ζώ μέσα στην κοινωνική σαπίλα της εποχης. Δεν με ενοχλεί που ζω σε ένα πνευματικό υπόγειο χωρίς παράθυρα, που αντί για χαλάκι στο σαλόνι, έχει ένα στρώμα εμετού που ξεράστηκε ερήμην μου στα ήδη υγρά πατώματα του. Κι ουτε με ενοχλεί που δεν μου στέλνουν γράμματα στην πόρτα της υπόγας μου. Καταλαβαινω ομως, δεν ειναι ευκολα προσβάσιμη.
Οχι, δεν με ενοχλεί τίποτα από όλα αυτά. Η μοναξιά ίσως με ενοχλούσε, αλλά τώρα πια με συνηθισε, μ'αγάπησε κι έγινε η επίσημη ερωμένη μου. Καπου έπρεπε να την βολέψω κι αυτήνα ρε αδερφέ.
Με ενοχλεί όμως ότι στον μικρόκοσμο που έχω επιλέξει να ζω, δεν ξέρω αν την αγαπώ την μοναξιά, ή αν την μισώ πιότερο απο οτιδήποτε άλλο. Με ενοχλεί που αντί να παίζω εγώ με το μυαλό μου, παίζει αυτό μαζί μου. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η Μοναξιά, η κόρη της Αρρώστιας, κι έχουν βαλθεί να με περιπαίζουν μέχρι να φτάσω στο απροχώρητο, να σηκωθώ μια μέρα και να γαμήσω το κενό μου, το άδειο μου σπίτι, τους κενούς δρόμους και τα κενά γαμημένα σας μυαλά. Αυτά με ενοχλουν αγαπητέ μαλάκα. Αυτά.
Μερικές φορές εύχομαι να είχα κατάθλιψη, μόνο και μόνο για να γευτώ τα ταξίδια των χημειών που θα μου χορηγούσαν.
Κι αλλες φορές εύχομαι να μ'ένοιαζαν τα ρούχα μου πιο πολυ από την ψυχή μου, για να μπορούσα να'μαι χαρούμενη στην άγνοια μου.
Δεν με αγγίζεις κι αυτό με ενοχλεί. Με βρίσκεις καλή για λίγο ρε μαλάκα, αλλά μετά με ξεχνάς και κρατάς τις ασφαλείς αποστάσεις σου για να μη λερωθείς. Κι ας το λάσπωσες το κενό μου κάποτε, δεν θα'θελες να σου κάνω το ίδιο. 
Εγώ όμως θα μείνω. Μέσα απ'την υπόγα μου σου στέλνω χαιρετίσματα.
Υπάρχει κι εδώ κάτω ζωή. Την ακούω και την νιώθω γύρω μου. Κι ας μην την βλέπω.
Τι κι αν τα ρούχα μου είναι σκισμένα και μαύρα και μουντά και βρώμικα.. μόλις ανέβω στην επιφάνεια και σε πετύχω, θα λάμψω περισσότερο κι από το πιο τρελό σου όνειρο.
Αυτά για σήμερα μαλάκα. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και μου'φερε καφέ.
Μουχλιασμένο, μαύρο καφέ. 
Θα βάλω το μπρίκι στην φωτιά που άναψα με προσάναμμα τις ελπιδες σου ρε χαμένε.
Οσο χαμογελάς, εγώ θα ζω παρασιτικά, κολλημένη πάνω σου.
Κι ας μη με βλεπεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: