Άτιμο πράμα ο χρόνος. Με μπερδεύει, πάντα με μπέρδευε, κάθε φορά ήθελα να του ξεφύγω αλλά με κατάφερνε, με έβρισκε, με ξέθαβε απο μέρη που είχα κρυφτεί.. Με βασάνιζε γλυκά χωρίς να το καταλαβαίνω.
Κάποιες φορές θέλω να ανοίξω το στόμα μου και να ξεράσω αηδία.
Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να μαζεύω κάθε φορά τα κομμάτια μου απο το πάτωμα.
Πάλι έπεσαν και σπάσανε και γέμισαν τα πόδια μου με αίμα. Εκεί που νιώθω πως επιτέλους είμαι καλά, κάθε φορα έρχεται κάτι και με ταράζει. Με αναγκάζει να ξεκινήσω απο την αρχή. Με γεμίζει με αμφιβολίες.
Και να μαι πάλι τώρα, ντυμένη μόνο με μια πρέζα ντροπής, ξεγραμμένη από όλους και απ'όλα, να προσπαθώ απεγνωσμένα να ξεχάσω 2 καταραμένες χειμωνιάτικες πανάθλιες περασμένες μέρες της ζωής μου.
Μέρες άσχημες που με ανάγκασαν να μετανιώσω που ανοίγομαι τόσο σε αγνώστους και τους χαρίζω κομμάτια από μένα. Κι εκείνοι με μια φράση ποτισμένη με γενικούρα και μαλακία καταστρέφουν τα πάντα κομμάτι κομμάτι μέχρι να μου κατασπαράξουν όλο μου το είναι.
Παρ'όλα αυτά είμαι εδώ, πίσω από μια οθόνη και μπορώ και γράφω.
Είναι κάτι άνθρωποι μωρέ που ποτέ δεν μπόρεσαν να αποκρυπτογραφήσουν τα κρυμμένα τραγούδια που έστελνε ο Νότος στις καρδιές τους.  Δεν είχαν το κατάλληλο αυτί μάλλον... Ποιός να ξέρει.
Τους μισώ. Τους μισώ που δεν εξερευνούν τα άδυτά της ψυχής τους και δεν ακούνε τα χαμένα τους όνειρα.
Οταν τους τυχαίνει η χαρά δεν ξέρουν τί να την κάνουν. Την σέρνουν από δω κι από κει χωρίς να καταλαβαίνουν τι τους έτυχε. 
Κι έτσι κι εκείνη τους εγκαταλείπει....

Η ζωή σήμερα σπαρταράει στις χαμένες αγκαλιές του χειμωνα.
Την γεμίσαν αλυσίδες και την πετάξαν σε κελί.
Δεν αντέχει άλλο.

Δεν αντέχω άλλο.