Όλη μας η ζωη γεμάτη ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν. Και μερικοί τις ψάχνουμε σε μπουκάλια με αλκοόλη. Και κάποιοι σε σύριγγες που μοιάζουν με βελόνες που τρυπάνε και ρουφάνε λίγο λίγο ότι εχει απομείνει απο αυτό που λέμε ψυχή. Και στο τέλος την παίρνουν. Πόσο να αντέξει και μια ψυχη στην τελική..?
 Περνάνε οι μέρες και τα χρόνια ρε φίλε. Περνάνε κι εγώ νιώθω στάσιμη. Καρφωμένη στην γη μου, ανήμπορη να πάω είτε μπροστά είτε πίσω. Κάθομαι εδώ. Απλά στέκομαι στο σύννεφο μου, σ'αυτό το μαύρο συννεφο, και τραγουδάω για παλιές αγάπες και για αιώνια ξωτικά. 
Κάποιες άλλες φορές θέλω να χάσω τον εαυτό μου. Να χαθώ μέσα στις σκέψεις μου, στα όνειρα και στις στιγμές μου.. Να κάνω μακροβούτι στις αναμνησεις μου και εκεί που πάω να σκάσω επειδή δεν έχω οξυγόνο, να βρεθεί ενα χέρι και να με αρπάξει.. Να με λυτρώσει. Να με βγάλει από αυτό το αιώνιο αδιέξοδο. Να με ξυπνήσει από αυτόν τον άτιμο ύπνο που έχω κοιμηθεί. Και όλο περιμένω. Και περιμένω. Και η ζωη μετατρέπεται ασυνείδητα σε μια ατέλειωτη αναμονή. Και έτσι ξεχνάω να την ζήσω. Και περνάει ο καιρός. Ξυπνάω για λίγο. Συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Αποφασίζω να ξυπνήσω. Και μετά χωρις να το καταλάβω βρίσκομαι πάλι υπνωτισμένη.Πάλι θαμμένη μεσα στο τίποτα. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο απο μια γλυκια μελαγχολική ανυπαρξία.  Τι να πεις ρε φίλε. Ίσως να μην ειμαι και σίγουρη για την απόφαση... Ποιος να ξέρει. Όλα γίνονται έτσι απλά. Με το κλείσιμο ενός ματιού.
Η καλύτερη ώρα είναι το ξημέρωμα. Τότε που ο ήλιος αγγίζει τον ορίζοντα και είναι σαν να τον χαιρετάει. Εκείνη την ώρα λοιπόν νιώθω οτι με αγκαλιάζει η πρωινή δροσιά και με ταξιδεύει στον νότο με τον ήλιο για καράβι της. Και πλέουμε. Και φεύγουμε. Σε κόσμους που μυρίζουν γιασεμί και τα ξωτικά είναι κι αυτά αρώματα. Σε κόσμους που τα ρολόγια σταματάνε και σε περιμένουν να κυλήσετε μαζί στον χωροχρόνο σαν δυο παλιόφιλοι. Εκεί που το τέλος δεν υφίσταται και το τίποτα είναι κάτι..
Άφησε με να χαθώ σε μια αράδα λέξεις σου. Κι εγώ θα σου χαρίσω το είναι μου. Μόνο εγώ κι εσυ. Ο κόσμος όλος.

"Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια μέρα γυμνή και ξεχασμένη σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με τον οίκτο του. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου ένα ανθισμένο κυκλάμινο."