Runaway

Είναι Τετάρτη. Παλι. Κανει κυκλους ο χρόνος. Και αυτη η Τετάρτη είναι ίδια με όλες τις αλλες. Κι ο καιρός. Ιδιος και απαραλλαχτος. Νομίζω πως ζω στην ιδια Τετάρτη. Νομιζεις οτι μπορω πλεον να ξεχωρισω τις εποχες μεταξύ τους; 
Εχω μάθημα. Σε μια ωρίτσα. Κι εχω μια μανία τελευταία, με πιάνει το παράπονο και γράφω λιγο πριν παω στο μάθημα. Κι ο χρόνος με πιέζει. Κι ίσως να μη γραφω καλά ή σωστά, κι ίσως να κανω και ορθογραφικά. Πάρε και την ρίμα σου πρωί πρωι γιατι η φαση ειναι χιπ χοπ τελευταίως.
Σαν τρελομπαλάκι χοροπηδώ απο το ενα θεμα στο αλλο. Ισως για αυτο να μην πετυχαίνω. Επειδη δεν μπορω να γραψω κατι με κανονες. Ξερω τους κανονες, αλλα τους αποφευγω. Ποτέ δεν έβαζα τονους. Πάντοτε ημουνα σκράπα στο να χωρίσω παραγράφους. Οι εκθεσεις μου ηταν παντα ακανόνιστες, ατακτες. Τους καθηγητες τους πειραζε. Εμενα παλι οχι. 
Και το γράψιμο μου είναι μια παρομοίωση για να σου δειξω αγαπητέ μου, πώς ειναι το περιεχόμενο στο μυαλουδάκι μου και κατα συνεπεια η ζωη που επέλεξα η που απλα ζω. Γιατι μπορει στην τελικη να μην την επελεξα εγω, αλλα να την ζω ως εχει. Και να διαλεγω να πιστευω πως ειναι επιλογη μου, για να μαι καλυτερα με μενα. Για να νομιζω οτι ειμαι κυριος του εαυτου μου και τετοιες μαλακιες που με βολευουν για να συνεχισω να θελω να αναπνεω. Καταλαβες; Ολα για την συνειδηση μου γινονται.
Περασε μια βδομαδα. Μερες που όπου κι αν γυρνουσα εβλεπα θανατο. Στις ειδήσεις, στα φεησμπουκς, στα διπλανα χωρια. Δυο αυτοκτονίες με αποσταση τριών ημερών. Δυο γυναικες, μια μικρη, ουτε καν εφηβη, και μια μεγάλη που'χε παιδι στην ηλικια της μικρης. Και σε πιανει το γαμημενο το γιατι και σε βασανιζει. Γιατι κρεμάστηκαν κι οι δυο; Τι πονο εχω εγω μπροστα σε δυο ζωες που χαθηκαν, απο επιλογη;
Τι λες εσυ; Πιστευεις οτι οποιος αυτοκτονει ειναι δειλος, η αρκετα γενναιος για να το κανει; Γραψε μου ενα μηνυμα και πες μου αγαπητέ. Βασανίζομαι μόνη μου. Ποια, εγω, που παντα θελω να μιλαω. Για να μιλας πρεπει να ακους, κι εσυ ποτε δεν μου'πες τη γνωμη σου. Φτυσε μου την αληθεια σου στα μουτρα, για να ξερω οτι δεν ειμαι μονη μου ρε διάολε. Παραμιλαω και τα ντουβαρια δεν απαντάνε. Και πως να προχωρήσω οταν δεν μου μιλας; Τι αφορμες να βρω για να γραφω οταν η ολη φαση ειναι μονοπλευρη;
Τι μου φταις κι εσυ στην τελικη. Εσυ απλα με διαβαζεις ειτε γιατι σου εστειλα το λινκ, ειτε γιατι στο πε καποιος φιλος, ειτε γιατι με βρηκες τυχαια στο ξεχασμενο βιβλιο του ιντερνετ, αναμεσα σε χιλιαδες αλλες σελιδες-ιστολογια. Η δικια μου σελιδα ειναι σκονισμενη, παλια και ασχημη. Μεσα σε ολη την μαυριλα, προσπαθω να την κανω πιο μαυρη. Ειτε σε διωχνω ειτε σε φερνω πιο κοντα στην μαυρη σου πλευρα. Και πιο κοντα σε μενα.
Ξυπναω καθε μερα με τα ματια των πνιγμενων για να μην τολμησω και νιωσω χαρα. Οτι κι αν γινει. Γιατι μου το κανω αυτο; Τι μου εχω κανει και δε με γουσταρω, μου λες; Ημουν καποτε ρε διαολε ο αγαπημενος μου εραστής. Μεσα στο χαμογελο μου ενιωθα τα χαμογελα των αλλων. Των δικων μου, των φιλων μου, των γκομενων.
Και τωρα εφτασε η ωρα να τους πληγωνω με τη σιωπη μου. Στην αρχη ητανε ενταξει, γιατι με επιανε μια-δυο μερες το πολυ, και επειτα ημουνα ετοιμη να βγω απο το σπιτι και να μοιραζω χαμογελακια σε αγνωστους, μαζι με χαρτακια φιλτρακια αναπτηρες και καπνους. Τωρα δεν μου ζητανε καν φωτια στον δρομο. 
Και τωρα ισως να αναρωτιεσαι γιατι στα λεω ολα αυτα. Ειναι βαρετα και στεναχωρα, το ξερω, αλλα στο εχω πει. Θελω να τα βλεπεις για να μη γινεις ετσι. Μη μενεις κι εσυ στο σπιτι σαν εμενα. Μην σαπιζεις με αλκοολ και καπνους και καφεδες και παρανομους ερωτες που βασανιζουν το μυαλο σου, σε παρακαλω. 
Ο Αψινθος λεει τωρα οτι ο μονος νομος των νεκρων ειναι η σιωπη. Και σε τι διαφερω απο τους νεκρους τελικα;
Εχεις φανταστει ποτε ποσους μπορεις να επηρεασεις με την σιωπη σου; Παντα την μισουσα την σιωπη. Ηθελα να μιλαω και να μου μιλανε, να υπαρχει μια ουσιαστικη συζητηση τα παγωμενα βραδια μου στην Φλωρινα, να νιωθω οτι καποιος τσιγκλαει την ψυχη μου και κινητοποιει τα γραναζια του σκουριασμενου μου μυαλου.
Και τωρα ειμαι εδω, μονη με τη σιωπη μου, την οποια εχω επιλεξει, στα ισα.
Χαθηκε ο ερωτας. Ακουγομαι σαν κλαψομουνικο κοριτσακι λυκειου τωρα, το ξερω, επειδη την αφησε ο γκομενος της και τα φτιαξε με την φιλη της σε ενα παρτυ που ειχαν πιει και οι δυο. Ναι το ξερω. Αλλα χαθηκε ρε αδερφε ο ερωτας. Το ξερω, το ξερεις κι εσυ και το ξερουν κι ολοι. Νιωθω νεκρη καθε φορα που πηδιέμαι, νεκρη γιατι μετα το πηδημα δε στεκομαι να ανταλλαξω δυο κουβεντες κι ενα τσιγαρο με κανεναν. Ντυνομαι, αμιλητη και φευγω. Ραμμενο το στομα, μπαλωμενη κι η ψυχη. Και τι να πεις;
Να πεις ευχαριστω που ακομα υπαρχουν σχεσεις. Τους βλεπω στους δρομους ρε φιλε και τους χαιρομαι που κανουν αγαπες κι αγκαλιες δημοσιως. Χερι χερι περπατανε. Κι εγω παντα μονη. Με γεματα χερια ομως. Μια μπυρα κι ενα τσιγαρο, κι ο αναπτηρας σφηνωμενος σε μια τσεπη του πιο παλιου μου τζην.
Ειναι αυτη ζωη; Οχι πες μου, ειναι;
Και τι ειναι ρε ψυχη μου η ζωη τελικα;
Ξερω οτι ζωη δεν ειναι να βαζεις εναν στοχο και να βαριεσαι να κανεις το πρωτο βημα.
Ποσο μισος υπαρχει μεσα μου; Μεσα σου; Μεσα μας στην τελικη.
Ουτε κι αυτο το ξερω. Αλλα σκεφτηκα οτι ισως δεν θα επρεπε να ρωταω αυτο. 
Μηπως να αναρωτηθω ποση ψυχη μου λειπει κι οχι ποσο μισος μπορει να υπαρξει;
Εσενα ποση ψυχη θαρρεις οτι σου λειπει; 
Ειτε απαντησεις ειτε οχι, εγω το ερωτημα το εθεσα.
Κι αν το σκεφτεσαι, τον σκοπο μου τον πετυχα.
Σε προβληματισα.
Το νερο βραζει κι ο καφες μου περιμενει.
Κι εγω θα παω. Σαν υπακουο παιδακι.
Θα παω να ζησω την ιδια Τεταρτη μεχρι να ερθεις.
Να ερθεις να με παρεις και να αλλαξεις τις Τεταρτες μου.

Καθε υποψια ζωντανης υπαρξης -αν υπαρχει μεσα μου- σημερα σερνεται.
Σερνεται σαν φίδι στους διαδρομους που υπαρχουν βασανισμενες ψυχες.
Και με βασανιζουν και μενα ρε διαολε.. τις ακουω που φωναζουν.
Ακουραστες, μεχρι να παρουν εκδικηση.
Απο σενα, απο μενα, απο μας.

Και τωρα οι κανονες θα λεγανε οτι θα πρεπε να γραψω μια κατακλείδα για να κλεισει λεει το κειμενο.
Να συνοψισω το νοημα της παραγράφου.
Μονο που εγω δεν εχω νοημα, μονο που παραγράφους δεν χωρίζω.
Ισως να σε πειράζει.
Εμενα παλι, όχι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: