not worth being written

Απόγευμα και κρύο. 
Και επιτέλους μπορούμε να πούμε ρε αδερφέ ότι έφτασε ο χειμώνας στην Θεσσαλονίκη. Εδώ, στην εκπνοή του Νοέμβρη, δεν υπάρχει πια κόσμος στον λευκό τον πύργο.
Και ξαναξεκινώ να γράφω κάτι αφού πήρα αφορμή από κάτι άσχετο (όπως πάντα θα μου πεις και δίκιο θα χεις).
Ας αρχίσω με μια περιγραφή, για να καταλάβεις τις συνθήκες ρε φίλε.
Μικρό δωματιάκι το σπίτι μου. Ο απέναντι τοίχος κατακόκκινος, σαν αίμα, ο απο πίσω τοίχος μαυρος, σαν την ψυχή μου. Οι παρομοιώσεις με μάραναν ρε διάολε..
Ενα μικρό γραφείο με ενα αργόσυρτο λαπτοπάκι του 2007 είναι η παρέα μου. 
Στην κούπα μου πάντα καφές, όλη μέρα καφές, αδειαζει, τον γεμιζω και πάει λεγοντας.
Και τσιγάρα. Που συνέχεια τελειώνουν. Προτιμω να μην τρώω για να καπνίζω ρε γαμω.
Ενα λαμπατέρ αρχαίο, με γλυκό φως, για να μην κουράζονται τα μάτια μου.
Ατέλειωτες συζητήσεις μεσω υπολογιστή που εν τέλει, είτε έχουν είτε δεν έχουν νόημα, δεν ξέρω ακόμα.
Και ξέρεις γιατι ρε αδερφέ; Γιατί φοβάμαι να βγω εξω και να συζητάω πρόσωπο με πρόσωπο.
Γιατι είμαι μια δειλή, πάντα ήμουν.
Προτιμώ το απροσωπο με ατομα δίχως πρόσωπο.
Βγαινω μια βολτα, ισα ισα να παρω μια γευση απο τον εξω κοσμο. 
Ενα κακο υφος ζωγραφισμένο στο λευκό πρόσωπο μου για να μη με πλησιάσει κανεις.
Κι επειτα γυρνω πισω στην σπηλια μου, στην ασφάλεια και την ανασφάλεια μου. Εδω, στους τέσσερις τοίχους.
Κι όταν ερχόμαστε στις προσωπικές σχέσεις, μόνο να κατηγορώ ξέρω.
Ναι υπήρξαν πολλα σκάρτα άτομα στη ζωή μου. Ναι μου κανανε κακο, και ψυχικα και φυσικα.
Αλλα ποτέ δεν έψαξα να βρω το που εφταιξα εγω. Τους μαλακες τους επιτρέπεις να σε γαμησουν, δεν το κανουνε απο μόνοι τους. Καπου φταις κι εσυ ρε Μαριαννουλα να πούμε.
Αλλα οχι, δεν τα ψαχνω ποτέ. Γιατί έτσι συνεχίζω να ζω στην αλυσίδα μου ρε φίλε. Σεημ ολντ στόρυ.
Ο μαλακας σου βιάζει την καρδια, εσυ κλαις, συνεχιζεις να κλαις, μια ζωη κλαις, μεχρι να βρεις αλλον μαλακα να σε κανει να κλαις, γιατι κλαμενη σου δινουνε σημασια, γιατι εχει μια ομορφια η στεναχώρια, γιατι η μελαγχολία που έχεις αρέσει, αρέσει και θελουν να σε αγγιξουν, προσπαθουν να σε φτιάξουν, αλλα δεν τους αφήνεις. Πες το φαυλο κυκλο αν θες, πες το μαλακια στον εγκεφαλο. Εγω προτιμώ να το λέω αλυσίδα. Γιατί μπορώ. Γιατι μ'αρεσει σαν λεξη στην τελική.
Και φτάσαμε πάλι να μιλαω για μενα. Λες κι αλλος κοσμος δεν υπαρχει. Λες και δεν μας σκοτώνουν αργά, λες και ζουμε σε ωραίες εποχές.
Αλλα ρε αδερφέ τι να κανω. Εμενα προσπαθω να καταλαβω, εμένα ξέρω τόσα χρόνια, εμενα αναλύω.
Και οταν περνάει ο καιρος γυρνάω στο μπλογκάκι μου και βλέπω πως ημουν. Συγκρίνω. Μπορει να με διαβαζεις και να ταυτίζεσαι. Μπορει να με βαριέσαι και να πηδάς σειρες. Μην ντρέπεσαι, κι εγώ το κάνω, ακόμα και στα δικα μου κείμενα.
Και αν περιμένεις να βγάλεις ακρη η να χαρεις με αυτα που γράφω, στο χω ξαναπεί, καλύτερα να φύγεις.
Ετσι ειναι οι αληθειες. Αλλες φορες πονάνε, αλλες φορες ειναι στενάχωρες και βαρετές, αλλες φορες σε κάνουν να σκας χαμόγελα σε μια οθόνη. Χαμόγελα χωρίς αποδέκτη.
Και ξυπνάς μια όμορφη μέρα και αντι να βγεις να χαρείς τον τέλειο χειμωνιάτικο ήλιο, του κλείνεις το παντζούρι στα μούτρα του κυρίου, και καθεσαι μεσα και καίγεσαι ρε μάτια μου. Γιατί;
Και αγαπας κι αγαπιέσαι με οτι καταστρέφεις και σε καταστρέφει. Παλι θα ρωτήσω γιατί. Ολοι αυτο δε ρωτάμε στην τελική; Δεν ειμαι τοσο διαφορετική όσο νόμιζα.
Ενα πλάσμα φιλοκατάθλιψης είμαι, χωρίς κατάθλιψη. Βγαινω εξω, παιρνω λιγη ζωη απο τον κόσμο, αλλα όχι παραπάνω, ποτέ παραπάνω, ίσα ίσα για να βγάλω την νύχτα που τοσο ισχυρίζομαι πως αγαπώ.
Στην πραγματικότητα θα'θελα κι εγω να ζήσω την μέρα και να μην κρύβομαι πίσω απο έναν τονο ρουχα και σε σκοτάδια.
Θα θελα να βγαίνω στον ήλιο, μαζι σου αγνωστε, να σε κρατήσω χέρι χέρι και να σου δωσω το τσιγάρο μου. Και όταν δε θα χω τι αλλο να πω, να κοιταζω τα μωβ μαλλιά μου στον ήλιο, γιατι ειναι πανεμορφα στο φως, γιατι τα βλεπω και γελάω, γιατι μ'αρεσει, μ'αρεσει και το ξέρω. 
Ομως δεν το κανω.
Βαρεθηκα. Με βαρεθηκα, σε βαρεθηκα, με κουρασα και σε κουράζω.
Ισως να ηρθε η ώρα για αποφάσεις που καθυστερώ επίτηδες.
Είτε θα βουλιάξω σιγά σιγά, μαζεύοντας τα πραγματα μου ένα ένα σε μια βαλίτσα, αφήνοντας οτι θελω να δουν, κρύβοντας τα υπόλοιπα, για να με θυμούνται όπως πρέπει και θα φύγω κυρία, αξιοπρεπέστατα χωρίς πολλά πολλά, είτε θα την παρω την γαμημενη την αποφαση να ζησω και θα σας αφήσω όλους πίσω μου. Ολους. Μονη και νεα αρχη, νεα ζωη, και αλλες τετοιες αισιόδοξες μαλακίες που μου πιπιλάνε το μυαλό κάθε φορά που ξυπνώ.
Και εγω μπορει να βαρεθηκα, αλλα εσυ μη βαριέσαι ρε γαμω, γιατι αμα δε βαριεσαι μπορεί κατι να προλαβω να κλέψω απο την ζωη σου, κάτι μικρο, τοσο δα, λίγο, για να βγαλω κι αποψε την νύχτα.
Κουραστηκα και δεν βγαινει τιποτα καλο για σημερα.
Αλλα δε γαμιέται; 
Εσυ διαβαζε να με μαθαίνεις. Ισως σου χρειαστώ κάποτε.
Και θα κλείσω με ενα κομμάτι καλό. Για τέτοιες ώρες.