attempt 01, pt1.

Το δωμάτιο σχεδόν σκοτεινό, ένα φως παιχνιδίζει απο την τηλεόραση του απέναντι σπιτιου. Εκείνη στο κρεβάτι, λουσμένη σε κρύο ιδρώτα. Εκείνος κάπου αλλού. Έχει φύγει. Έτσι παίζουν το παιχνίδι τους. Εκείνη του'χει δώσει κλειδιά, γιατι θέλει να κοιμούνται παρέα, μα να ξυπνάει μόνη της. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει περίπου τέσσερις το ξημέρωμα. Δεν βλέπει καλά. Ξέχασε τα γυαλιά της στο χωριό.

Σιωπή, μέτρημα αναπνοών, ξανά σιωπή. Συγχρονισμός αναπνοής με τους χτύπους του ρολογιού. Το φως συνεχίζει να παίζει, εκείνη πνίγεται γιατί δεν της φτάνουν οι ανάσες. Ποτέ δε μπόρεσε να συγχρονιστεί με τίποτα.
Σηκώνεται νευριασμένη και πηγαίνει προς το μπάνιο. Βγάζει τα ρούχα της αργά, τελετουργικά, και τα αφήνει στο πάτωμα. Δεν έχει όρεξη να συμμαζεψει. Το μπάνιο πάλλευκο, πεντακάθαρο και παγωμένο. Σιωπή. Μόνο σιωπή που έχει επιβληθεί.

Καυτό νερό, αργές ανάσες, επιτέλους λίγος θόρυβος τριγύρω. Νερό που πέφτει πάνω σε ένα παγωμένο κορμί με ατέλειες, πάνω σε μια λευκή επιδερμίδα, πάνω σε ένα λευκό και ακατέργαστο μυαλό. Ηρεμία. 
Το τηλέφωνο.
Βιάζεται, σκοντάφτει, σαπουνάδες, νερά, ο ήχος κλήσης ειναι άκρως σπαστικός, το όνομα στην οθόνη την απογοητεύει, μα παρ'ολα αυτά το σηκώνει.
"Ναι;"
"Να περάσω; Έχεις δουλειά;"
"Είναι πολύ αργά ρε συ."
"Παλιά δεν σε πείραζε αυτό. Θέλω να σου πω."
"Καλά εντάξει". 
Πετάει το τηλέφωνο στο κρεβάτι. Ξανά στο μπάνιο, μόνο που το μπάνιο δεν είναι πια χαλαρωτικό, είναι βιαστικό και οι κινήσεις βίαιες. Τελειώνει, σκουπίζεται στα γρήγορα, και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Της αρέσει να βλέπει τον εαυτό της γυμνό. Μα μόνο όταν είναι μόνη.

Μισή ώρα μετά, εκείνη είναι έτοιμη. Στεγνή, αρωματισμένη, πεντακάθαρη και νευρική. Ο Μ. ακόμα να φανεί. Έπρεπε να το περιμένει. Πάντα ήταν αργοπορημένος. Αλλά μένει και μακριά. 
"Ίσως να έχασε το λεωφορείο", σκέφτεται.

Πάντα δικαιολογούσε τους άλλους. Δεν ήθελε να πιστεύει άσχημα πράγματα για κανέναν. Είναι ένα παράδειγμα σεμνότητας προς τους άλλους, μερικές φορές η ευγένεια της καταντάει κουραστική και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία την συμπαθούν αυτόματα. Ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν.

   Βάζει μουσική από ένα παλιό στερεοφωνικό. Χαλαρωτική μουσική με αφυπνιστικό στίχο. Της αρέσουν οι αντιθέσεις τέτοιου τύπου. Κατευθύνεται προς τον καθρέφτη ξανα. Αυτή τη φορά όμως είναι ελαφρώς ντυμένη. Πιάνει την κοιλιά της, γυρίζοντας προς το πλάι. Δυο λακάκια σε μια μέση, και μερικές ραγάδες που εμφανίστηκαν παλιότερα. Σημάδια οτι μεγαλώνει.
   Ενα τσιγάρο, αυτό ειναι, αυτό λείπει. Το τσιγάρο είναι ό,τι πρέπει όταν περιμένεις κάτι να συμβεί, ή κάποιον να έρθει, ή και τα δυο. Στρίβει αργά, με ροζ χαρτάκια και ξεραμένο καπνό. Φιλτράκια δεν υπάρχουν, για αυτό τσακίζει ένα χαρτονάκι στα γρήγορα. Έχει νύχια, κι αυτό την βοηθάει. Ένα σπίρτο σπάει την μονοτονία του σκοταδιού. Μια ρουφηξιά, στάχτη στο τασάκι, δεύτερη ρουφηξιά, λίγη στάχτη πέφτει κάτω, δεν την νοιάζει.

Κουδούνι. Ενοχλητικός ο ήχος, δεν τον αντέχει, για αυτό ανοίγει όσο πιο σύντομα μπορεί.

"Άργησες."
"Δεν περνούσε το 2, περίμενα αρκετά ελπίζοντας για ένα 10άρι"
Αμηχανία, σιωπή, μη κατανόηση, αγαρμπες κινήσεις. Ο Μ. ανάβει τσιγάρο κι εκείνη τον μιμείται μηχανικά. Την ρωτάει πως νιώθει για να διαλύσει την αμηχανία που λούζει την στιγμή. Μερικά δευτερόλεπτα σκέψης. Ενα σπαστό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό της. 
"Αρκετά καλά" κι έπειτα  πάλι σιωπή.

Τους αρέσει η σιωπή, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Οι σιωπές, διαφέρουν μεταξύ τους. Άλλες είναι αμήχανες, όπως ετούτη εδώ, κι άλλες απλά συμβαίνουν επειδή δεν είναι ανάγκη να ειπωθεί τίποτα. Τα βλέμματα και οι κινήσεις αδρανοποιούν την  οποιαδήποτε επιθυμία σχηματισμού λέξεων. Τα χείλη κινούνται, μα ήχοι δεν βγαίνουν, γιατί δεν θέλουν να βγουν. Οι ήχοι αποκτούν δικό τους χαρακτήρα, δεν ελέγχονται πια. Τα χείλη γίνονται υφές και σχηματίζουν εικόνες στο μυαλό. Το τέλειο ερέθισμα, που προκαλεί ασφάλεια απερίγραπτη. Εκείνη δεν μιλάει όταν νιώθει ασφαλής.

Η μουσική στο δωμάτιο συνοδεύεται από δυνατές σταγόνες που σφυροκοπούν το τζάμι. Ένα φιλί, αυτό είναι, αυτό θα σπάσει την σιωπή, σκέφτεται ο Μ.
Η σκέψη του γίνεται πράξη και τα χείλη ακουμπούν μεταξύ τους, χωρίς πάθος, χωρίς συναίσθημα, ατσούμπαλα και βαρετά. Εκείνη ενοχλείται κάπως, μα δεν τον σταματάει. Είναι αδύναμη για να αρχίσει και να τελειώσει οτιδήποτε. Απλά χάνεται στην δίνη των βαρετών φιλιών του. 

Το τηλέφωνο χτυπάει πάνω στο κρεβάτι. Δεν το σηκώνει κανείς. Ξανά σιωπή.
Η βροχή είχε σταματήσει.