Οne of these days I will swallow the sun.

Αδειο ρε μαλακες το χαρτί. Αδειο και λευκό.

Σβήνω, γράφω, ξανασβήνω, ξαναγράφω. 
Ξανασβήνω, δε βάζω τόνους, ή τους βάζω όπου να'ναι.

Αδειο ρε φιλε το χαρτί. 
Βιάζω τις λέξεις μπας και βγουν οι καριόλες απο μέσα μου.
Αλλά δε βγαίνουν και τυραννιέμαι. 
Και τσιγάρο καπάκι σ'άλλο τσιγάρο.
Και πιώμα. Και πχιώμα.
Αδειο ρε γαμώτο το χαρτί.
Λευκό και σάπιο. Λευκό σαν πρόσωπο αρρώστου πριν πει την τελευταία του κουβέντα.
Και σάπιο γιατί ζορίζεται. Και γιατί το παράτησα.
Και γιατί το λερώνω εγώ στην τελική.
Και τί περίμενες; Καρδούλες και λουλούδια;
Και τετράγωνα σπιτάκια;
Οχι. Παρε δω μουτζούρωμα αγνό ρε φίλε. Βρωμιά αστείρευτη.
Αδειο το χαρτί ρε μάτια μου σήμερα.
Και θα'θελα τόσο πολύ να το γεμίσω.
Να σκίσω με το χέρι μου το δέρμα μου, να πάρω λίγη ψυχή και να την αφήσω πάνω στο αδειο μου χαρτί.
Τι κι αν πονέσω. Τι κι αν ματώσω. Αρκεί να πάρεις και συ λίγη.
Και προσπαθώ μάταια να συνδυάσω λογοτεχνικες τεχνικές με ωμές αλήθειες.
Για να κοροιδεύω εσένα και τον εαυτό μου.
Για να μας πείσω ότι προσφέρω τέχνη και όχι κάψιμο σε μορφή κειμένου.
Αλλα είσαι εξυπνος και δε ξεγελιέσαι ρε γαμώ.
Κι εγώ χαζή. Και ηλίθια. Και ευκολόπιστη.
Γιατί πιστεύω πως δε μου'χει μείνει τίποτα, ενω υπάρχουν τόσα πολλά.
Γιατι νομίζω πως κάθε φορά παρέα με το άδειο μου χαρτί οι νύχτες μεγαλώνουν.
Και γιατί έτσι, γιατί μπορώ, γιατί δε θέλω, γιατι ΟΧΙ.
Γιατί τώρα μισώ τα πάντα γύρω μου και μέσα μου και έξω μου και απο κάθε πιθανή γωνία.
Τράβα μια τζούρα από το τσιγάρο σου και πέσε με τα μούτρα στον καπνό μου, γιατί τώρα θέλω παρέα.
Και θέλεις δε θέλεις εγώ μοναχη μου δε μένω απόψε.
Μισώ όπως όλοι την κοροιδία, τη δηθενιά, τις μαλακίες χωρίς νόημα.
Απεχθάνομαι την υποκρισία, την ψευτιά κι άλλα τέτοια κλασσικά.
Αγαπάω τα τσιγάρα μου κι ας με σβήνουν όποτε τα σβήνω, κι αγαπώ και τα κεριά που μου κάνουνε παρέα με τη φωτιά και τ'αρώματα τους.
Μισώ τις μυρωδιές που αφήνουν πάνω μου άγνωστοι περαστικοί.
Αγαπώ την μυρωδιά των φίλων, την οικεία, την γνώριμη, την δικιά μας, την ωραία.
Θέλω να μυρίζω παντού καραμέλες και μπισκότα και καπνίλα και αρρώστια και σοκολάτες και αποσύνθεση και γλυκάνισο μαζι.
Μισώ τα βράδια που μ'αφήνετε μόνη μου και μισώ κι εκείνα που θέλω να μείνω μόνη και δε μ'αφήνετε.
Μισώ τη μουσική χωρίς αρμονία και τα δάχτυλα που βάζω χωρίς να σκέφτομαι κανέναν.
Αδειο ρε σεις το χαρτί. Κι ακόμα κι αν γύρισα σελίδα πάλι άδειο μου φαίνεται.

Κι αυτό το μισώ και τ'αγαπώ και το θέλω και το χρειάζομαι.
Μα το απεχθάνομαι ταυτόχρονα.

Και μπέρδεμα και σκέψεις.
Και μάχες με το μικρό μου το μυαλό.
Κι άμα δε γράψω για αυτά που μισώ, θα γύρίσουν μια μέρα και θα με φάνε ρε πούστη μου.
Και βαρέθηκα να τα κρατάω όλα μέσα μου και να ζορίζομαι μόνο εγώ, και να καίγομαι μόνη μου και να προσπαθώ χωρίς λόγο και να ψάχνω λόγους χωρίς να προσπαθώ.
Και εκεί που ξεκινάω να γράψω κάτι ομαλό κι ανθρωπινο, ερχεται κατι αλλο, φυσάει τον καπνό του πάνω στο άδειο μου χαρτί και τα διαγράφει όλα.
Δε με ρωτάς, δε με ρώτησες ποτέ σου μα εγώ έχω μια ηλίθια ανάγκη να σου δίνω απαντήσεις.
Μισώ τα μαθηματικά κι όμως τα χρειάζομαι, γιατι κάθε πρόβλημα θέλω να το λύνω, κι άμα δεν το λύνω με τρώει και με καίει και φωνάζει και δε μπορώ, το κεφάλι μου πονάει τόσο που το νιώθω στα άκρα μου, απο μέσα προς τα έξω κι από έξω προς τα μέσα, με τη σειρά, αρμονικά, βασανιστικά, βίαια και απαλά ταυτόχρονα, με τρόπο πρόστυχο με δυο πρέζες αθωότητας.
Κοιτάω τα χέρια μου κι είναι ματωμένα, σκασμένα από το κρύο και τσούζουν.
Κι όσο πατάω τα κουμπιά στο λάπτοπ πονάνε πιο πολύ.
Κι εγώ για κάποιον πανηλίθιο λόγο δε σταματάω.
Γιατί δεν τέλειωσα ακόμη, γιατί δεν είπα όσα ήθελα να πώ, γιατί κάθομαι κρυμμένη στα σκοτάδια κρυβοντας τον εαυτό μου, αυτον τον αληθινό, αυτόν που "δεν κανει" να δείτε.

Αυτόν που υπάρχει πίσω απο γέλια και μαλακίες και καφρίλες και βόλτες δίπλα στη θάλασσα.
Και κιθάρες και μπύρες και καυλες και ατέλειωτη προσποίηση μέχρι να αγγίξουμε λιγάκι το τίποτα.

Κι όταν συμβαίνει κάτι και είναι ενοχλητικό, το μπήγουμε όπως όπως μεσα σε ενα βαζάκι και κολλάμε ένα αυτοκόλλητο απ'όξω με τη λέξη "πρόβλημα".
Και μετα μασκαρευόμαστε με χημικές μπογιές στα μούτρα και όγκο στα μαλλιά
και φοράμε τα πιο καλά μας ρούχα
για να βγούμε να χορέψουμε τον χορό που μας τυχαίνει
χωρίς να ξέρουμε τα βήματα.
Και νομίζουμε τάχα πως ξεμπερδέψαμε.
Αυτα τα άψυχα βαζάκια όμως ρε διάολε το βράδυ που κοιμάμαι ζωντανεύουν και χορέυουν στην κουζίνα μου.
Μέχρι να σπάσουν και να λευτερωθούν.

Η ύπαρξη είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
Οι μέρες είναι μεμονομένες μάχες.
Αλλες φορές βγαίνεις νικητής και κοιτάς με καύλα την απεραντοσύνη απο το κάστρο σου.
Αλλες φορές λαβώνεσαι, αλλά σε σώζουν όπως όπως οι στρατιώτες σου.
Αλλες φορές χάνεις.
Κι εγώ απόψε έχασα.

Λευτεριά στα βαζάκια.
Κι ας πέσουν. 
Κι ας σπάσουν. 
Κι ας γεμίζουν με γυαλιά το πόδια μου.
Γιατί η ηλίθια πάλι ξέχασα να βάλω καλτσες
.


Η ώρα πέρασε.
Κι όμως άδειο έιναι ακόμα ρε φίλε το χαρτί.
Απλά λίγο μουτζουρωμένο.
Κι άσχημο.
Αλλά είναι δικό μου.
Ολόδικό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: