Η προσμονή του βιασμού και ο βιασμός της προσμονής : Α tale of sexpectations.

Φοβάσαι τον Θάνατο, μόνο και μόνο επειδή είναι κάτι άγνωστο, μόνο και μόνο επειδή κανείς πεθαμένος δεν γύρισε πίσω να σου πει πως είναι. Αν γνώριζες στα σίγουρα τι θα γίνει, ακόμα κι αν κακοπερνούσες σαν νεκρός ρε αδερφέ, θα κάπνιζες δυο τσιγάρα παραπάνω και δε θα σ’ ένοιαζε αν σε βρίσκανε αναίσθητο κάπου στις έξι το πρωί με μια βελόνα στο αριστερό σου χέρι. Φοβάσαι τον Θάνατο και δε φοβάσαι τη ζωή. Δεν πα να είσαι στραπατσαρισμένος, άνεργος, φτωχός, με ψυχολογικά ή οίδημα στα πνευμόνια; Δε σε νοιάζει. Αρκεί να λες ότι ζεις. Μένεις εδώ, υπομένεις, περιμένεις, αναμένεις αναμμένος ανάσκελα για δουλειά, γκόμενα ή σπίτι, σπιτώνεσαι σε ξένους, αγχώνεσαι, σηκώνεσαι τα πρωινά ψελλίζοντας «ακόμη εδώ είμαι;» , αναζητάς περαστικούς για συντροφιά, για να αποφύγεις τη μοναξιά, μια μοναξιά που εν τέλει δεν αποφεύγεται. Πάρτο απόφαση. Μόνοι ερχόμαστε μόνοι παραμένουμε και μόνοι αποχωρούμε από τον πλανήτη.

Ψάχνω ακόμα την φωνή μου. Κάποιος μου την έκλεψε, δεν μπορεί. Την ψάχνω στο δρόμο, σε σοκάκια σε μικρά καφέ, στη ροτόντα, στο λιμάνι, στην σκοτεινή νέα παραλία. Δεν μπορώ να την βρω πουθενά, κάποιος μου την έκλεψε ή μου έπεσε από την τσέπη όταν προσπαθούσα να ανοίξω ένα μπουκάλι μαυροδάφνη. Θα βγάλω αφίσα ότι ψάχνω την φωνή μου, μα ανησυχώ, θα με περάσουν για τρελή και δεν το θέλω, η παράνοια μου μιλάει τελευταία αλλά δεν έχω φωνή να της απαντήσω, ντρέπομαι και της αφήνω post it κολλημένα στο ψυγείο, δεν ξέρει να γράφει, η συνεννόηση έχει χαθεί πολύ πριν την ανακαλύψουν, η παράνοια μου ψιθυρίζει λόγια αγάπης στο πίσω μέρος του αυτιού μου μα ξέρω να φυλάγομαι, ξέρω πως είναι ψεύτικα μα δεν έμαθα ποτέ να αναγνωρίζω το ψέμα από την εκάστοτε αλήθεια, οι αλήθειες πονάνε, έτσι μας λέγανε από μικρούς μα εμείς αγκαλιάσαμε τον πόνο φορώντας μόνο ψέματα, αντιφατικό, δε νομίζεις; Τι κι αν δε με νοιάζει τι νομίζεις εκτός κι αν το νομίζεις για μένα, ο κόσμος γυρνάει γύρω από το παχουλό μου εγώ, τελευταία παραπάχυνε και ζητάει δίαιτες, δεν έχω λεφτά για διατροφολόγους, όσο δεν τρώω το εγώ μου παχαίνει περισσότερο, η συνάρτηση μεταξύ μας είναι αντιστρόφως ανάλογη ή κάτι τέτοιο, δεν ξέρω από μαθηματικά, ποτέ δεν τα έμαθα μα μου χρειάστηκαν εν τέλει, μου χρειάζονται άπειρα πράγματα και σε μένα και στο εγώ μου μα αρκούμαστε μόνο σε όσα δεν αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες μας.  Συνυπάρχω σε τέσσερις τοίχους με ένα εγώ και την παράνοια του, δεν είμαι σίγουρη αν το εγώ είναι δικό μου ή δικό σου, σημασία έχει πως δεν γούσταρα ποτέ συγκάτοικο, θέλω να βρωμίζω το σπίτι μόνη μου για να μην έχω κανέναν να κατηγορήσω το επόμενο πρωί, θέλω να κατηγορώ μόνο τον εαυτό μου, φοβάμαι να πεθάνω μα δε φοβάμαι να βασανιστώ, φοβάμαι να σε αντικρύσω μα δε φοβάμαι την απόρριψη, φοβάμαι να με απορρίψω μα δεν με δέχομαι κιόλας, φοβάμαι τα μάτια σου, φοβάμαι τα μάτια μου όταν σε κοιτάζουν, φοβάμαι τον πάτο του ποτηριού μου γιατί θα σημάνει το τέλος, τρέμω στην ιδέα του τέλους, τελειώνω στην ιδέα του τρόμου, φοβάμαι και τελειώνω φοβισμένη αγκαλιάζοντας τον φόβο, τέλειωσαν τα τσιγάρα, περίμενε.

Σε πιάνω μα δεν σε αγγίζω και θυμάμαι τότε που σε άγγιζα μα δεν κατάφερνα να σε πιάσω πουθενά, είμαι ερωτευμένη μαζί σου, μόνο εδώ μπορώ να στο ομολογήσω γιατί οι εξομολογήσεις έχουν φύγει από τη μόδα, «αφήνω τα βλαμμένα με τη μόδα να χαίρονται» τα πρότυπα όμορφου έρωτα όμορφα καίγονται, οι Jolly Roger παίζουν μονίμως στο backround, είτε κοιμάμαι είτε καθαρίζω, τρίβω πατώματα να φύγει η βρωμιά κι όμως η ψυχη μου λερώνεται περισσότερο, θα θελα να πίστευα πως δεν έχω ψυχή μα τα βράδια μου χτυπάει το τζάμι της μπαλκονόπορτας ικετεύοντας να μπει στο σπίτι μου, όποιος μπαίνει σπίτι μου αυτόματα ανοίγει τις πόρτες του μυαλού μου και μπαινοβγαίνει αμέριμνος, το μυαλό μου είναι βρώμικο γιατί το λέρωσες όταν δεν μ’άφησες να σ’αγαπήσω, θέλω να έρθω να σε βρω μα ποτέ δεν ήμουν καλή στο ψάξιμο, θα χάσω το σπίτι σου, θα χάσω τη διεύθυνση, οι μόνες διευθύνσεις που εμπιστεύομαι είναι οι ηλεκτρονικές, γίνονται όργια στο ίντερνετ μα από κοντά δε λέμε ούτε καλημέρα, καμιά μέρα, σε καμιά σφαίρα κανενός μυαλού, ζω μονάχα τα βράδια στα λάηβ επειδή πίνω, και πίνω επειδή με αφήνουνε να ζω, «φοβάμαι να πεθάνω» αλλά πιο πολύ φοβάμαι να πεθάνω χωρίς να σου πω αυτό, είναι το μόνο που μου χει μείνει, η μόνη μου αλήθεια, σ’αγαπώ.
Από Καμύ και λοιπά σκηνικά απέμειναν Τσιμπουκοφσκικά σκατά που βιάζουν ολονών μας τα εγώ χωρίς να φέρονται ρατσιστικά, η αυτοκαταστροφή έγινε τρόπος ζωής τι κι αν δεν υπάρχει ζωή πόσο μάλλον τρόπος, πόνος είναι να αγκαλιάζω το μπουκάλι μου στη σιωπή ενώ θα μπορούσα να αγκαλιάζω εσένα που είσαι και alcohol free, πόνος είναι να μη διαβάζεις το μπλογκ ενώ σε έχω κάνει από παντού μπλοκ, πόνος είναι το σώμα μου στο στόμα σου, πόνος είναι κάτι που αντιλαμβανόμαστε μηχανικά και εξερευνούμε πειραματικά.

Οι συνειδήσεις βγήκαν σε εκπτώσεις στις ειδήσεις.
Οι πτώσεις συνειδητά ξέπεσαν στην αδράνεια.
Η αδράνεια είναι γένους αρσενικού.
Γιατί πολύ απλά μπορεί άνετα και με γαμάει.

Υ.Γ.  Αναρωτιέμαι.. Όταν κάνεις log in με τον παίκτη μου και βλέπεις το character name, άραγε με σκέφτεσαι ποτέ;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συνέχισε να γράφεις!!! Πωρωνόμαστε!!