attempt 01, pt1.

Το δωμάτιο σχεδόν σκοτεινό, ένα φως παιχνιδίζει απο την τηλεόραση του απέναντι σπιτιου. Εκείνη στο κρεβάτι, λουσμένη σε κρύο ιδρώτα. Εκείνος κάπου αλλού. Έχει φύγει. Έτσι παίζουν το παιχνίδι τους. Εκείνη του'χει δώσει κλειδιά, γιατι θέλει να κοιμούνται παρέα, μα να ξυπνάει μόνη της. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει περίπου τέσσερις το ξημέρωμα. Δεν βλέπει καλά. Ξέχασε τα γυαλιά της στο χωριό.

Σιωπή, μέτρημα αναπνοών, ξανά σιωπή. Συγχρονισμός αναπνοής με τους χτύπους του ρολογιού. Το φως συνεχίζει να παίζει, εκείνη πνίγεται γιατί δεν της φτάνουν οι ανάσες. Ποτέ δε μπόρεσε να συγχρονιστεί με τίποτα.
Σηκώνεται νευριασμένη και πηγαίνει προς το μπάνιο. Βγάζει τα ρούχα της αργά, τελετουργικά, και τα αφήνει στο πάτωμα. Δεν έχει όρεξη να συμμαζεψει. Το μπάνιο πάλλευκο, πεντακάθαρο και παγωμένο. Σιωπή. Μόνο σιωπή που έχει επιβληθεί.

Καυτό νερό, αργές ανάσες, επιτέλους λίγος θόρυβος τριγύρω. Νερό που πέφτει πάνω σε ένα παγωμένο κορμί με ατέλειες, πάνω σε μια λευκή επιδερμίδα, πάνω σε ένα λευκό και ακατέργαστο μυαλό. Ηρεμία. 
Το τηλέφωνο.
Βιάζεται, σκοντάφτει, σαπουνάδες, νερά, ο ήχος κλήσης ειναι άκρως σπαστικός, το όνομα στην οθόνη την απογοητεύει, μα παρ'ολα αυτά το σηκώνει.
"Ναι;"
"Να περάσω; Έχεις δουλειά;"
"Είναι πολύ αργά ρε συ."
"Παλιά δεν σε πείραζε αυτό. Θέλω να σου πω."
"Καλά εντάξει". 
Πετάει το τηλέφωνο στο κρεβάτι. Ξανά στο μπάνιο, μόνο που το μπάνιο δεν είναι πια χαλαρωτικό, είναι βιαστικό και οι κινήσεις βίαιες. Τελειώνει, σκουπίζεται στα γρήγορα, και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Της αρέσει να βλέπει τον εαυτό της γυμνό. Μα μόνο όταν είναι μόνη.

Μισή ώρα μετά, εκείνη είναι έτοιμη. Στεγνή, αρωματισμένη, πεντακάθαρη και νευρική. Ο Μ. ακόμα να φανεί. Έπρεπε να το περιμένει. Πάντα ήταν αργοπορημένος. Αλλά μένει και μακριά. 
"Ίσως να έχασε το λεωφορείο", σκέφτεται.

Πάντα δικαιολογούσε τους άλλους. Δεν ήθελε να πιστεύει άσχημα πράγματα για κανέναν. Είναι ένα παράδειγμα σεμνότητας προς τους άλλους, μερικές φορές η ευγένεια της καταντάει κουραστική και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία την συμπαθούν αυτόματα. Ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν.

   Βάζει μουσική από ένα παλιό στερεοφωνικό. Χαλαρωτική μουσική με αφυπνιστικό στίχο. Της αρέσουν οι αντιθέσεις τέτοιου τύπου. Κατευθύνεται προς τον καθρέφτη ξανα. Αυτή τη φορά όμως είναι ελαφρώς ντυμένη. Πιάνει την κοιλιά της, γυρίζοντας προς το πλάι. Δυο λακάκια σε μια μέση, και μερικές ραγάδες που εμφανίστηκαν παλιότερα. Σημάδια οτι μεγαλώνει.
   Ενα τσιγάρο, αυτό ειναι, αυτό λείπει. Το τσιγάρο είναι ό,τι πρέπει όταν περιμένεις κάτι να συμβεί, ή κάποιον να έρθει, ή και τα δυο. Στρίβει αργά, με ροζ χαρτάκια και ξεραμένο καπνό. Φιλτράκια δεν υπάρχουν, για αυτό τσακίζει ένα χαρτονάκι στα γρήγορα. Έχει νύχια, κι αυτό την βοηθάει. Ένα σπίρτο σπάει την μονοτονία του σκοταδιού. Μια ρουφηξιά, στάχτη στο τασάκι, δεύτερη ρουφηξιά, λίγη στάχτη πέφτει κάτω, δεν την νοιάζει.

Κουδούνι. Ενοχλητικός ο ήχος, δεν τον αντέχει, για αυτό ανοίγει όσο πιο σύντομα μπορεί.

"Άργησες."
"Δεν περνούσε το 2, περίμενα αρκετά ελπίζοντας για ένα 10άρι"
Αμηχανία, σιωπή, μη κατανόηση, αγαρμπες κινήσεις. Ο Μ. ανάβει τσιγάρο κι εκείνη τον μιμείται μηχανικά. Την ρωτάει πως νιώθει για να διαλύσει την αμηχανία που λούζει την στιγμή. Μερικά δευτερόλεπτα σκέψης. Ενα σπαστό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό της. 
"Αρκετά καλά" κι έπειτα  πάλι σιωπή.

Τους αρέσει η σιωπή, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Οι σιωπές, διαφέρουν μεταξύ τους. Άλλες είναι αμήχανες, όπως ετούτη εδώ, κι άλλες απλά συμβαίνουν επειδή δεν είναι ανάγκη να ειπωθεί τίποτα. Τα βλέμματα και οι κινήσεις αδρανοποιούν την  οποιαδήποτε επιθυμία σχηματισμού λέξεων. Τα χείλη κινούνται, μα ήχοι δεν βγαίνουν, γιατί δεν θέλουν να βγουν. Οι ήχοι αποκτούν δικό τους χαρακτήρα, δεν ελέγχονται πια. Τα χείλη γίνονται υφές και σχηματίζουν εικόνες στο μυαλό. Το τέλειο ερέθισμα, που προκαλεί ασφάλεια απερίγραπτη. Εκείνη δεν μιλάει όταν νιώθει ασφαλής.

Η μουσική στο δωμάτιο συνοδεύεται από δυνατές σταγόνες που σφυροκοπούν το τζάμι. Ένα φιλί, αυτό είναι, αυτό θα σπάσει την σιωπή, σκέφτεται ο Μ.
Η σκέψη του γίνεται πράξη και τα χείλη ακουμπούν μεταξύ τους, χωρίς πάθος, χωρίς συναίσθημα, ατσούμπαλα και βαρετά. Εκείνη ενοχλείται κάπως, μα δεν τον σταματάει. Είναι αδύναμη για να αρχίσει και να τελειώσει οτιδήποτε. Απλά χάνεται στην δίνη των βαρετών φιλιών του. 

Το τηλέφωνο χτυπάει πάνω στο κρεβάτι. Δεν το σηκώνει κανείς. Ξανά σιωπή.
Η βροχή είχε σταματήσει.

Πιπες φραπές και επανάσταση

Εχω νεύρα και με έχει πιάσει μια μανια να γράφω, όλη μέρα γράφω, όλη νύχτα γράφω, κι όταν κλείνω το κωλολάπτοπ γράφω σε τετράδια, σε χαρτοπετσέτες, σε ότι είναι λευκό γιατί γουστάρω να λερώνω. Φίλε, ειλικρινά, δεν έχω κάτι να πω, ή τουλάχιστον δεν έχω σκεφτεί ότι θέλω να πω κάτι, αν ειπωθεί κάτι θα το χω σκεφτεί στην πορεία, γιατί κάθε τέτοιο ποστ μου είναι μια βόλτα στο μυαλό μου. Δε γράφω μουσική για να εκφράζομαι, δεν τραγουδάω, δεν παίζω κάποιο όργανο, δε με έχουν για στιχουργό σε καμιά μπάντα, για αυτό ξεσπάω εδώ, σκέφτομαι εδώ, πονάω εδώ. Κάπου πρέπει να τα πω κι εγώ, θα με πνίξουν στο τέλος οι ίδιες μου οι σκέψεις. Κι οι σκέψεις μου ρε φίλε, αυτές οι σκέψεις.. δεν μπορώ καν να τις περιγράψω. Μπορώ να σκέφτομαι ώρες κοιτώντας το ταβάνι και παίζοντας με το μπαλόνι μου. Όταν γύρισα από το πατρικό μου τα Χριστούγεννα, είχα φέρει ένα μπαλόνι, στις 4 Γενάρη. Από τότε δεν έχει σκάσει, απλά ξεφουσκώνει σιγά σιγά. Οπως η θέληση μου για οτιδήποτε μου κάνει καλό. Το βλέπω να φθείρεται, σαν το μυαλό μου. Και ξανασκέφτομαι. Και λάπτοπ και μουσικές σε βλακ μέταλ αισθητική και ξαφνικά το μπαλόνι του Πινόκιο, και τραγουδώ συνειρμικά, και παλι βλακ μέταλ, και Κενο, γιατι η μέταλ ποτέ δεν ήταν αρκετή για να γεμίσει τα κενά μου. Ξερεις που μένω ρε μαλακα, ξέρεις. Κι αν δεν ξέρεις ρώτα με και θα σου πω. Τεράστια είναι η Θεσσαλονίκη, τόσος κόσμος ρε πουστη μου κι εγώ δεν έχω σε ποιόν να τα πω, με ποιον να συζήτήσω, απο ποιον γαμημένο να πάρω ερεθίσματα για να γίνω καλύτερη. Ελα να πιούμε εναν καφε γαμω, εναν καφέ ζητάω μόνο. Για να μπορεσω να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Για να μπορέσω να γράψω κάτι με λίγο νόημα, κι όχι μια κατοσταριά γραμμες γεμάτες πιπες, ματαιότητες και φιλοκατάθλιψη.

Διαλειμμα για τσιγάρο. 
Το στρίψιμο είναι τελετουργία για μένα. Δε γουστάρω τα έτοιμα τα τσιγάρα, δεν έχουν κόπο, δεν έχουν αέρα και πάνω απ'ολα δεν έχουν ατέλειες. Στέκονται εκεί, άψυχα και ίσια. Ενώ τα στριφτά ρε διάολε, τα στριφτά τα κάνεις όπως θες. Χοντρά κι αδύνατα, βαριά κι ελαφριά και μπήγεις μέσα ότι γουστάρεις. Καπνό, φύλλα, φυτά, το μέλλον σου, τις ανασφάλειες σου, τα ατέλειωτα ερωτηματικά σου, ότι γουστάρεις βάλε και κάπνισε. Ο εθισμός μου στο κάπνισμα έγκειται στην ολη διαδικασία, κι όχι στις βαρβάτες δόσεις νικοτίνης. Και το γουστάρω ρε συ. Το γουστάρω πολύ. 

Βαρεμάρα, αντι-ουσία, αντι-μέτρο, αντι-χαρά. Αντι-σταση, αντι-δραση, αντι-υποταγή. Αντι-κείμενο, αντικείμενα εδώ και εκεί, σκόρπια, ανευ κανόνων, μα με περίσσια ζωή. Και βόλτες και τσιγάρα και βόλτες και ποτά και πιώμα που πίνω μα με πίνει τα βράδια, μου ρουφάει οτιδήποτε ζωντανό στο άδειο μου κορμί, και κενό, και κενά που δεν μπορώ να καλύψω μα μέσα τους χωράω, και μέσα μου χωράς, και όλοι οι καλοί χωράνε, και κλασσικός μονόλογος που με πονάει, μπορεί και να ταυτίζεσαι δε ξέρω, θέλω να καπνίσω κι άλλο, περίμενε.

Όσο έστριβα σκεφτόμουν την αντι-επανάσταση, γιατί η επανάσταση σκέτη με απογοήτευσε λιγάκι. Ειμαι πολλά αντί, αντι-σεξίστρια, αντι-φασίστρια, αντι-ρατσίστρια κι όλα αυτα ίσως σου ακούγονται ψαγμενιές, αλλά γουστάρω πολύ να απομυθοποιώ τον εαυτούλη μου και κάθε αλλον μυθοποιημενο που σε θέλει δούλο αντι-σκέψης. Ολα αυτά σημαίνουν πως έχω παρατήσει τη σχολή γιατί είμαι αντι-συστημικη, θυσιάζω χόρτο στον βωμό της κουλτούρας, το αλκοόλ έχει αντικαταστήσει το μπουκάλι νερού στο ψυγείο μου γιατι χωρις αυτο η σκέψη μου είναι ένα τίποτα. Γαμα και την σκέψη μου, γάμα με και μένα γιατί το παίζω μάγκισσα και φιλελεύθερη και λέω πως δε γουστάρω σχέσεις και ταμπέλες, γάμα με πριν ταμπελιαστώ και σημαδευτώ, γάμα με και δώσμου οργασμούς για να χω να λέω και να γράφω, γάμα με γιατι είμαι μια αντι-πουτάνα του συστήματος. Ολες οι λέξεις αν τις κολλήσεις ένα αντί μπροστά, φαντάζουν επαναστατικές.
Στην πραγματικότητα η μόνη μας επανάσταση είναι ο τρόπος σκέψης μας. Επανάσταση είναι να μου κάνεις ερωτα τα βράδια, κι όχι να μου γεμίζεις με σπέρμα το στόμα. Επανάστατική είναι η μάνα μου που με νανουριζε με Ασιμο. Εγώ είμαι απλά ένα χαμένο παρτάλι, ο ξεπεσμός της Επανάστασης, η εκφυλισμένη δημοκρατία του Πλάτωνα, δυο γραμμές φυλακισμένες σε ενα βιβλίο με ποιήματα που έσκασα 30 ευρώ για να αποκτήσω. Τώρα επειδή νιώθω τον αντιφασισμό να κυλάει στις φλέβες μου, θα ανεβάσω την μπασταρδοκρατία στο φέησμπουκ και θα γράψω έναν στίχο κατα του κράτους. Εσένα και εμένα ντεμέκ επαναστάτη, μας αντιπαθώ περισσότερο απο τον φασίστα. Ο φασίστας τουλάχιστον είναι ξεκάθαρος. Ενω εμείς όχι.
Το κείμενο πήγαινε για κουλτουροτέτοιο, αλλά δε το γαμάς; Θα πάω να δώσω 4 ευρώ για καφέ στην παραλία. Γιατί είμαι πολύ επαναστάτρια για να μείνω σπίτι, και δε γουστάρω να λερώνω τις φόρμες μου σε βρώμικα παγκάκια. Ετσι μαλάκα μου. Επανάσταση μέσα απο λάπτοπς και πισίδια, ουάου, και φραπέδες, ας μην ξεχνάμε τον φραπέ, ω ρε μαλάκα μου, δες μια κωλάρα που πέρασε, για τι μιλούσαμε; Α για φασισμό, θάνατος στον φασισμό ρε, είμεθα αναρχικοι εμεις, πηγαίνουμε και σε στέκια, αυτοοργάνωση και χίλιες δυο πιπάρες που καθησυχάζουν την συνείδηση μας. Αντε γαμησου ρε. Να πάω κι εγώ να γαμηθώ.
Τι ηλιθιότητα να μην υπάρχει προστακτική σε πρώτο πρόσωπο γαμώτο μου. Αντε γαμήσου. Η σκέψη μου μόλις αυτοκτόνησε και λέρωσε τον κόκκινο μου τοίχο. Πάω να καθαρίσω, μη μου λερώνεις το κόκκινο της επανάστασης, θίγομαι προσωπικά, θίγεται και ο αντιφασισμός μου. Καλά κωλάκια είμαστε του λόγου μας. 
Το κουδούνι. Καφές. Αντίο.

δενξερωαποτιτλουςματχιαμου

Ετσι θα το πάμε από δω και πέρα φιλαράκι. Από άκυρη Κυριακή, σε άκυρη Κυριακή, μόνο που εγώ τις Κυριακές ξυπνάω Δευτέρα και ξανακοιμάμαι Σάββατο, και γενικά η βδομάδα σα βδομάδα δε μου λέει κάτι. Δεν είναι τίποτα παραπάνω απο μια ηλίθια μονάδα μέτρησης που σε κάνει να συνεννοείσαι με τον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο που εγώ δε γουστάρω να μαι συγχρονισμένη με την πάρτη σας. Για αυτό σήμερα στον κόσμο μου είναι Πέμπτη. Μ'αρέσουν οι Πέμπτες. Από την Φλώρινα μου άρεσαν. Οι Πέμπτη λεγανε οι τζιβάτοι χασισάτοι κουλ(τ)ουριασμένοι καλοτεχνίτες, είναι η μέρα της Τέχνης. Και το Τ στην Τέχνη κεφαλαίο, από δέος και σεβασμό. Και ποια είσαι εσύ ρε Μαριαννούλα να μιλήσεις για τέχνη. Δεν ξέρεις. Δεν γνωρίζεις τα βασικά χρώματα, τους ψαγμένους ζωγράφους τους, τα χαοτικά τους ποιήματα. Εϊσαι μια αδαής κοριτσάκι μου. Το πιο κοντά που χω αγγίξει σε τέχνη, είναι η προσπάθεια μου να μουτζουρώσω το άσπρο σου τρελόρουχο.

Λευκό δωμάτιο, δαχτυλομπογιές στο πάτωμα. Κοκκινο, κίτρινο και μπλε. Δε μ'αρέσει αυτό το μπλε σου λέω ρε μωρό μου, δεν γουστάρω το μπλε της θάλασσας, ούτε το μπλε τ'ουρανού, ούτε το μπλε των ματιών σου. Γουστάρω το μπλε της κατάθλιψης, εκείνο το μπλε που χει και λίγο μωβ μέσα, και στο φως φαίνεται απελπισμένο. Απλώνω μια στρώση καταθλιπτικού μπλε στον τοίχο του σπιτιού μου. Μέσα του ξεχωρίζουν κάτι θολά παιχνιδίσματα φωτός. Αυτές οι γραμμούλες, είμαστε εγώ κι εσύ. Μερικές φορές είμαι μόνο εγώ, άλλες μόνο εσύ. Μα ποτέ δεν είμαστε μαζί. Εσύ αράζεις στον απέναντι τοίχο και σε κοιτάω μέσα απο μπλε και μωβ και χρώματα του μυαλού μου.

Ξαφνικά τα χρώματα φευγουν, το δωμάτιο αλλάζει. Ενα τσιγάρο, ένα πλακόστρωτο, σκοτάδι και σποτάκια δαπέδου. Περπατάω κατα μήκος τους και πατάω το φως, γιατί δε θέλω να με βλέπει, δε θέλω να το βλέπω, δε θελω να με βλεπεις, δε θέλω να φαινόμαστε. Μπορώ να πατήσω μόνο δυο πηγές φωτός γιατί έχω μόνο δυο πόδια. Αν με βοηθούσες λίγο, αν είχες λίγο κατανόηση, θα πατουσες κι εσύ και τα δυο θα γίνονταν αυτόματα τέσσερα, και θα φώναζα κι έναν που νομίζει πως είναι φίλος μου και θα τα κάναμε έξι, και τα έξι οχτώ μέχρι να λιώσει κάθε πηγή φωτός κάτω από τις πατούσες μας. Θέλω να αράξουμε αλλά δεν μπορώ. Τα πόδια μας είναι απασχολημένα.

Η βδομάδα μου εξηγείται χρωματικά. Έχω σκεφτεί για παράδειγμα, ότι το Σάββατο είναι γαλάζιο, η Παρασκευή κόκκινη, η Τρίτη κίτρινη, η Πέμπτη λιλά. Προτιμώ τα χρώματα από τον χρόνο, γιατι με τα χρώματα μπορώ να λερώσω, ενώ ο χρόνος με λερώνει συνέχεια με κουβάδες χρωμάτων που δε γουστάρω να γλιτσιάζουν πάνω μου. Μη με λούζεις ρε πούστη με χρώματα, πάρε ένα πινέλο, τα πινέλα είναι ευγενικά απο την φύση τους και ζωγραφίζουν στιγματίζοντας καμβάδες περίεργους, πρόστυχους, κυνικούς και μαύρους. Τι νόμιζες κοριτσάκι; Κι ο καμβάς έχει ψυχή. Γουστάρω καμβά με τραχιά επιφάνεια. Να μαγκώνει το μυαλό μου σαν πινέλο με χρώμα που δεν αραιώθηκε σωστά.

Προχωράω ψάχνοντας μια στάση λεωφορείου. Θέλω να φύγω κι απο μένα, κι από το σπίτι μου, κι από σένα κι από δω. Κι αν φύγω δεν έχω που να πάω, κι αν μείνω θα χαθώ. Η κίνηση είναι πολύ καλυτερη από την αδράνεια παρ'όλα αυτά. Στην τσέπη μου ο καπνός, στα ρούχα μου μπογιές και φως στα παπούτσια μου που δε σβήνει το μπουρδέλο. Με κυνηγάει, τρελαίνομαι, θέλω να απαλλαγώ και δε μ' αφήνει. Στην πραγματικότητα το φως το ξέχασα όταν έφευγα από το δωμάτιο. Μα τελευταία οι μανίες καταδίωξης είναι της μόδας και γουστάρω να νομίζω ότι με κυνηγάνε. Το ίδιο κι η κατάθλιψη, γι'αυτό και είμαι μια μωβ δίνη που αράζει νωχελικά σε σάπια παγκάκια επί της Τσιμισκή.

Το αστικό δεν ήρθε, είναι αργά, δεν μπορώ να περιμένω, δε θέλω να περιμένω, πεφτω στα νερά να ξεπλυθώ, πνίγομαι λιγάκι, φτύνω στον δρόμο, το τσιγάρο μου βράχηκε γαμώ την παναγία, βρίζω, είμαι αθυρόστομη, δε θα γίνω ποτέ η γκόμενα που θα'θελες να είμαι, που θα'θελα να είμαι, σηκώνομαι, περνάω απέναντι, τρέχω προς το σπίτι, μου φεύγει ένα δάκρυ που πνίγει ένα έντομο στο δρόμο, λυπάμαι που το σκότωσα, λυπάμαι που σε σκότωσα μα δε γυρίζω καν να σε κοιτάξω.
Ιδρώτας, κλάμα, βρωμιά, κλειδιά, σκάλα, πόρτα.
Η επανάσταση ξεκινάει απο το κρεβάτι μου.
Μόνο που το κρεβάτι μου είναι μοναχικό.
Η επανάσταση είναι κόκκινη, όπως μια Παρασκευή μου.
Μόνο που σήμερα είναι Πέμπτη και νυστάζω.

Hey, Δ.

...είναι όμως ρε παιδάκι μου κι ο έρωτας, που μέσα στη σαπίλα μου με κάνει να κρυφογελάω.

Που και που φίλοι μου, σε αυτόν τον κόσμο γεννιούνται αστέρια. Αστέρια που τα βλέπεις απο μακριά και προσπαθείς να τα μετρήσεις στον ουρανό του απέραντου. Μου αρέσει να κάθομαι σε γρασίδια και να μετράω τέτοια αστέρια. Αλλά κάνω λάθη πολύ συχνά στο μέτρημα. 

Καπου καπου βρίσκω ένα αστέρι που μ'αρέσει περισσότερο από τα άλλα. Οχι γιατί ειναι το πιο λαμπερό, ουτε το πιο μεγάλο. Συνήθως μ'αρέσουν τα άτσαλα κι ατσούμπαλα αστέρια, τα απροστάτευτα και τα μοναχικά. Και το αστέρι που έχω ερωτευτεί με γνώμονα τον Πλάτωνα, κάπως έτσι είναι. Μοναχικό, όχι επειδή δεν έχει τις αστρικές παρέες του, αλλά επειδή προσπαθεί να ξεφύγει απο αυτές. Και αράζει μόνο του στον ουρανό, κρυμμένο στη γωνιά, δίπλα από άγνωστα αστέρια. Μερικές φορές μάλιστα, το βλέπω κολλημένο πάνω τους. Και το ζηλεύω κατά την αστρική μου προβολή.
Το αστέρι που ερωτευτηκα λοιπόν, δεν θέλω να έχει γένος. Δεν έχει κανόνες. Δεν έχει περιορισμούς. Στην αρχή υπήρξα ηλίθια και άπληστη. Νόμιζα πως δεν είναι αρκετά έξυπνο για μένα, νόμιζα πως θα μπορούσα να το κάνω να πέσει παρακαλώντας για ευχές. Γελάστηκα όμως. Είναι δύσκολα προσβάσιμο. Δεν είναι σίγουρο, όπως το νομίζεις κι εσύ. Δεν είναι λιμάνι τ'ουρανού για να αράξεις. Σε σαγηνέυει και μπορεί ώρες ώρες να σου μιλάει όμορφα μόνο από ανάγκη, κι άλλες φορές τα λόγια του να σου φαίνονται ψεύτικα ενώ είναι απόλυτα αληθινά. Μ'αυτό το αστέρι δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις τι συμβαίνει στ'αλήθεια. Ολα αυτά στα λέω στα κρυφά, γιατί ειναι τα μυστικά μου. 
Το αστέρι μου βγαίνει τσάρκες τα βράδια και χάνεται από τον ουρανό. Πέρασαν πολλές συννεφιές που δεν το έβλεπα. Δεν ήταν εκεί και το έψαχνα. Καθησύχαζα τον εαυτό μου πως απλά δεν φαίνεται, αλλά δεν ήταν έτσι. Εκείνο έβγαζε πόδια και έπεφτε στο κενό. Έπειτα προσγειωνόταν στους δρόμους της πόλης και έτρεχε απο δω κι απο κει με λαχτάρα, μα πάντα κρυμμένο απο μένα.
Εγώ όμως είμαι μια αθεράπευτη παρατηρητής του κόσμου και το έβλεπα χωρίς να το ξέρει. 
Το αστέρι μου είναι θαμπό και απόκοσμα όμορφο. Αλλάζει την φωνή του όταν μιλάει στο τηλέφωνο με κοινούς θνητούς, και χαζογελάει επίτηδες. Οταν όμως μιλάει σε μένα η φωνή μοιάζει αληθινή. Το επίγειο αστέρι μου έχει εναν σκύλο που με αγαπάει και μου λείπει. Νιώθω ασφαλής με ένα αστέρι κι έναν σκύλο. 
Το αστέρι μου παίρνει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον καιρό. Οταν μαγειρεύει είναι συντονισμένο και γλυκό και δεν μ'αφήνει να πιάνω την κουτάλα μη χαλάσω τα πάντα. Οταν κοιμάται χαμογελάει, για αυτό νομίζω πως δεν κοιμάται στ'αλήθεια κι όταν κοιμόμαστε μαζί πάντα μου κάνει χώρο γιατί δε χωράω πουθενά, ακόμα κι αν στριμώχνεται σε μια γωνία. Μου θυμώνει όταν βάζω ξυπνητήρι και δεν ξυπνάω με τίποτα, και μου κρατάει μούτρα αλλά όχι κακία. Οταν περπατάμε μου κρατάει το χέρι για λίγο. Ποτέ δεν δίνει πολλά, για αυτό το ερωτεύτηκα. Γιατί έχει μέτρο. Γιατί με αφήνει όταν δεν μ'αντέχει, για να μην με σκοτώσει μια και καλή. Ανεβαίνει στον ουρανό κι έπειτα ξαναγυρνάει να με βρει, γιατί δεν αντέχει μακριά μου και το ξέρει, γιατί δεν αντέχω μακριά του και το ξέρει κι αυτό. Ωρες ατέλειωτες θα μπορούσα να περιγράφω την ποίηση στις απλές του κινήσεις. Αλλά ο χαρακτήρας του έχει περισσότερο ενδιαφέρον.
Όταν αγαπάει, θέλει να αγαπιέται το ίδιο. Ποτέ λιγότερο, μα ούτε και περισσότερο, γιατί πνίγεται και βαριέται. Δεν θέλει να τελειώνει σχέσεις με άλλους επίγειους θνητούς γιατί δίνει βάση στον χρόνο, γιατί δεν θέλει να στεναχωρεί, γιατί νιώθει ασφαλής και δεν έχει καλές σχέσεις με το τέλος. Εχει μια αγκαλιά που φαίνεται μικρή αλλά χωράει πολλά. Εχει ένα μυαλό που το πάει μακριά, αλλά είναι ακόμα σαν ακατέργαστη μαυρη ζάχαρη. Ακατέργαστο μεν, αλλά στον καφέ μου μόνο μαύρη ζάχαρη χρησιμοποιώ. Εχει μεγάλη ανοχή σε καταστάσεις αλλα αμα νευριάσει, βρες ουρανό να κρυφτείς.

Εκεί που νομίζω πως το κρατώ στα χέρια μου, κάνει κάτι μαγικά και κρύβει τα πόδια του και μέχρι να το καταλάβω βρίσκεται στον ουρανό κι εγώ το κοιτάζω με το παλιό μου τηλεσκόπιο.
Δε με πειράζει όμως.
Γιατί έχω ένα αστέρι.
Δεν είναι απόλυτα δικό μου.

Αλλά θέλει να είναι. Μόνο αυτό με νοιάζει.
Ας αράζει στον ουρανό με αστρικούς ανθρωπους και αστρικά σκυλιά.
Κάπου εκεί πάνω, το βλέπω να καπνίζει. Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο και μιλάμε για τέχνη.
Εχω ένα αστέρι αγαπητοί αναγνώστες.
Ενα αστέρι που το λένε Δ.

α.σ.φ.υ.ξ.ι.α

Είναι μια άκυρη Κυριακή του Μάρτη, μιας χρονιάς που δεν έχει σημασία ούτε να αναφέρω, ουτε να σκέφτομαι, γιατί αυτόματα θα αναγκαστώ να σκεφτώ πόσο απελπιστικά γρήγορα περνάν τα χρόνια. Και ρε φίλε, δε το θέλω, αλλά το κάνω. Μεγαλώνω, και δε με φοβίζει τόσο πολύ αυτό για να σου πω και την αλήθεια μου, αλλα το γεγονός ότι δεν θα είμαι ποτέ πια μικρή με κάνει να σκέφτομαι λιγάκι παραπάνω τα βράδια πριν κοιμηθώ. Είναι αδικο ο χρόνος να σε πηγαίνει πάντα μπροστά, μα ποτέ πίσω. Ακόμα κι αν αυτό το "μπροστά" καθορίζεται με ένα τέμπο που δεν το ελέγχεις εσύ. Δηλαδή, ούτε στο μέλλον μπορούμε να πηδήξουμε απότομα, αλλά κάποια στιγμή θα φτάσουμε είτε γουστάρουμε είτε όχι. Ενω το παρελθόν είναι ύπουλο, πάντα ήταν, πάντα βασάνιζε, πάντα έκρυβε λάθη, πάντα αγκάλιαζε τις όποιες ενοχές μας και τις έντυνε με την λέξη "μεταμέλεια". Για να γίνουμε τάχα καλύτεροι. Για να επανεκδοθούμε τάχα σε βελτιωμένη βερσιόν. Γιατί παλιους δε μας γουστάρει κανένας, και τα παλιά μας λάθη γίνανε κλισέ πια. Γιατί το παλιό αν δεν του πατήσεις μια ένεση καινουργίλας δεν πουλάει ρε φιλαράκι, πως να το κάνουμε; Και αυτήν την τάδε Κυριακή του τάδε έτους λοιπόν, έρχομαι κι εγώ με τη σειρά μου να σε πρήξω όπως θα σε έπρηξαν άλλα τόσα άτομα σήμερα, κι ίσως και απόψε. Το πρήξιμο δεν έχει ώρα. Απλα το βράδυ είναι λιγότερο ενοχλητικό γιατι γίνεσαι περισσότερο ανεκτικός λόγω αλκοόλ ή φεγγαριού ή επειδή γάμησες το γκομενάκι και σου φύγανε τα νεύρα ρε αδερφέ.
Εγώ που λες είμαι πολύ ειρηνικός τύπος ανθρώπου. Δε θα σε πιάσω σε καμιά περίπτωση στη μέση του δρόμου για να σου φτύσω τις αλήθειες που αντιλαμβάνομαι στη μάπα, ούτε θα μαι το άτομο που θα διαφωνεί με τα πάντα γιατί γουστάρει την αδρεναλίνη του τσακωμού. Οοοοοχι, εγώ ειμαι ο κλασσικός μαλάκας που δηλώνει αναρχικός αλλα θα κάτσει να ακούσει τον χροισαβγείτι για να μη φάει ξύλο, η για να αποφύγει μια όποια διαφωνία. Ετσι, γιατί νομίζω πως είναι καλό να σε συμπαθούν όλοι. 
Ομως μάτια μου, δεν πάει έτσι. Το μόνο που κερδίζω ή εν πάσει περιπτώσει κέρδιζα τόσα χρόνια, ήταν το να μάθω καλά το ρόλο μου σε ένα θεατρικό, που όλοι γύρω μου υποδύονταν τους ανθρώπους κι εγώ έπαιζα έναν χαμελαίοντα. Ωραίος ο χαμελαίων, γαμάει, δε λέω. Αράζει όλη μέρα κι αλλάζει χρώματα όταν είναι να του κάνουν κακό, κι αφομοιώνεται με το περιβάλλον για να ναι απλά αόρατος στους εχθρούς. Αλλά τι καταφέρνει; Να περνάει παγερά αδιάφορος. Σαν εμένα. Αντί να σου φτύσω την γνώμη μου στη σκατένια φατσα σου,  καταπίνω όλο λαχτάρα ένα χύσιμο κομπλεξισμού και κοίτα, ουάου, έχω μπλογκ και σε κράζω απο δω μέσα. Επώνυμα μεν, ανώνυμα προς σε σένα. Και άντε ψάξου για ποιον τα λέω. Για σένα τα λέω μωρη καριόλα, για σένα που αναρωτιέσαι για ποιον. Με όλους τα έχω απόψε. Αυριο θα μετανιώσω που σε έβρισα γιατί είμαι μαλάκας, αλλά πολυ καλή στο είδος μου. Και σαν χαμελαίων καλουτσικη είμαι, πάντα μ'αρεσε το θέατρο. Σαν άνθρωπος τα σκάτωσα και τώρα τα τρώω σκατωμένα, αυτό είναι όλο. Γαμιέσαι και γαμιέμαι και γαμιόμαστε, κι η όλη φάση μας είναι τόσο γαμησετα, που αντί να την στρώσουμε λιγάκι, γαμάμε κι άλλο και πιέζουμε τα γαμήσια χωρίς όριο. Και το γαμήσι μωρό μου, θέλει κι αυτό μέτρο. 
Κι εγώ δεν το χω. Γαμάω πολύ και μου λείπουν οι οργασμικοί μου εκείνοι αυνανισμοί τα χρόνια που δε γάμαγα, με πιάνεις;
Βρίζω προς άκυρες κατευθύνσεις και βγάζω δήθεν τα νεύρα μου αγαπητέ αναγνώστη. 
Αράζω σε σπίτια αγνώστων και εκεί που αρχίζει το κέφι, βγαίνω ήσυχα από την πίσω πόρτα για να μη δει κανείς πως δείλιασα και φεύγω. Κι αν τύχει και με δουν, λέω τάχα πως πάω για τσιγάρα. Πόσο ηλίθιοι που με πιστεύουν. Ψάχνω σε περιπάτους το νόημα μιας ζωής που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Δεν είναι ένα πράγμα το νόημα της ζωής, αγαπητέ αναγνώστη. Στο'χω ξαναπεί πως δεν ξέρω τι είναι κι ούτε πρόκειται να το βρω, να μη γελιόμαστε μεταξύ μας. Πριν καιρό όμως ήξερα πολλά πράγματα που δεν είναι. Τώρα δεν ξέρω ούτε κι αυτό. Δεν ξέρω αν είναι σωστός ο τρόπος που ζω, η αν είναι λάθος, γιατί δεν ξέρω πρωτα απ'όλα τι είναι σωστό και λάθος.
Γουστάρω πολύ να αμφισβητώ τα πάντα, δες το σαν χόμπι, δες το σαν ασχολία γιατί βαριέμαι την ζωή μου.
Καταχρήσεις, σαπίλα, καταχρήσεις, διάβασμα, καταχρήσεις, mindfucking, καταχρήσεις και άγιος ο Θεός, ποιος Θεός Μαριάννα, δεν υπάρχει Θεός κι ακόμα κι αν υπάρχει δεν γνωρίζει ότι υπάρχεις, κι άμα δεν υπάρχει για τι τον γράφεις με κεφαλαίο, απο σεβασμό τάχα, σεβασμό σε κάτι που δεν υπάρχει γιατί δεν είσαι σίγουρη αν υπάρχει, γιατί φοβάσαι, γιατί ο φόβος ότι μπορεί να υπάρχει σου γαμάει το μυαλό, γιατί θα κολυμπήσεις ακόμη μια φορά στα ψέμματα και στα λάθη, γιατί τα λάθη ορίζονται όχι από το τι είναι σωστό, αλλά απο το τι δεν είναι, μα ότι δεν είναι σωστό δεν είναι απαραίτητα και λάθος, φτάνει Μαριάννα μη το γαμάς το μυαλό σου, φτάνει μη γαμάς άλλο, φτάνει γιατί γαμάς συνέχεια και είσαι πιο μόνη από ποτέ, φτάνει και τέλος, φτάνει και θέλω έναν πνευματικό αυνανισμό, έχωσα το δάχτυλο στο υγρό μου μυαλό και το γαμάω μέχρι να τελειώσει, μέχρι να χύσει υγρά κομμάτια εγκεφάλου στο κρεβάτι μου, κομμάτια που δεν μπορώ και δεν θέλω να μαζέψω.

Τώρα όντως πάω για τσιγάρα.
Αλλά μη με πιστεύεις